ΝΟΝ-KONGRESS / Τι είναι πολιτική; Περί οάσεων και εδαφών. Ηθική εναντίον πολιτικής εναντίον καθολικότητας – αποσύνταξη, λιποταξία, καταστροφή
Bulletin no. 5
τζετ λαγκ από το Βερολίνο //
Ο κομμουνισμός δεν οργανώνεται. Τελεία. Η διατύπωση αυτή δεν εμπεριέχει κανένα πεσιμισμό και καμία νεφελώδη ματαιοδοξία περί ενός ρομαντικού αυθορμητισμού –ή στη γλώσσα των πολιτικών κύκλων, ριζοσπαστικού αφορμαλισμού– που θρυμματίζεται στο φως της μέρας τη στιγμή της άρθρωσής του. Ο κομμουνισμός δεν είναι παρά ένα ηθικό δια-κύβευμα. Είναι αυτό που δια-κυβεύεται, που παίζεται δηλαδή σε κάθε κατάσταση. Αποτελεί μία σχέση με ένα κομμάτι του εαυτού μας που τίθεται υπό χρήση, που μεταπλάθει και μεταπλάθεται στους κόλπους ενός ευρύτερου πλαισίου· ενός εδάφους, μίας γλώσσας, μία φιλίας, στις χειρονομίες μεταξύ των ερωτευμένων, στη διάρρηξη που συντελείται όταν δύο ή περισσότερα σώματα δεν έχουν τίποτα κοινό. Γι’ αυτό και δεν έχει ανάγκη από κανέναν επιθετικό προσδιορισμό, από κανένα όνομα, μείζον ή ελάσσον, από μπαμπά και από μαμά· δεν ξέρει παρά από μοναδικότητες που διανοίγονται στην πολλαπλότητά τους και από πολλαπλότητες που διέρχονται σε διαδικασίες μοναδικοποίησης. Ο κομμουνισμός βρίσκεται πάντα-και-ήδη, εδώ, και αναμένει να οικοδομηθεί. Με άλλα λόγια, υπάρχουν τρόποι αναδοχής του κομμουνισμού, και άρα τρόποι για να οργανωθούμε ώστε να τον αναδεχτούμε. Πράγμα που σημαίνει: ώστε να εγκαταλείψουμε τις εαυτές και εαυτούς μας στο γίγνεσαι των ποικίλων κόσμων που κατοικούμε, οι οποίοι, με τη σειρά τους, έλκονται, τέμνονται και συγκρούονται. Συνοπτικά, είτε το ξέρουμε είτε όχι δεν κάνουμε τίποτα άλλο παρά να αναζητούμε μέσα ώστε να αφεθούμε στην πειραματική διαδικασία του κομμουνισμού, ο οποίος δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα καθαρό μέσο.
Ο κομμουνισμός είναι αυτό που μας υπερβαίνει και που ταυτόχρονα εντοπίζεται σε κάθε επιμέρους σημείο και δεσμό που τον συνέχει.
Συνεπώς, ο κομμουνισμός είναι αυτό-που-έρχεται και γι’ αυτό δεν χωράει σε κανέναν ορισμό.
\
Σίγουρα προκαλεί έκπληξη το να παρατηρείς μία σειρά από ανθρώπους από διάφορες χώρες να συζητάνε σοβαρά για το αδιέξοδο που αποτελεί η Αριστερά –και όταν λέμε Αριστερά εννοούμε το σύνολο των καθιερωμένων κινηματικών πρακτικών όχι μόνο του εξω-κοινοβουλευτικού αλλά και του αντιεξουσιαστικού χώρου– και να δηλώνουν αποφασισμένες και αποφασισμένοι να τελειώνουν μαζί της. Να διαπιστώνουν πως η επαναστατική παράδοση απαιτεί τη μελέτη και την προσοχή μας, αλλά και να παραδέχονται ταυτόχρονα πως το συντακτικό και η γραμματική της δεν επαρκούν για να σταθούμε στο ύψος των διακυβευμάτων της εποχής. Να θέτουν, τέλος, στο επίκεντρο της συζήτησης την ηθική (ethics) και τη διαμόρφωση μίας γλώσσας και πρακτικής που θα εκφέρονται και θα διεξάγονται υπό αυτούς του όρους.
Ίσως είναι περίεργο το να τα συζητά κανείς όλα αυτά στην Ελλάδα. Σε αυτή τη χώρα, που όλες κάποια στιγμή έχουμε ακούσει την πομπώδη διατύπωση τού «εγώ στη συνέλευσή μου..» ή την παραδοχή «σαν πολιτικό υποκείμενο θεωρώ..» ή, τέλος, το απηυδισμένο παράπονο «να τα πεις αυτά στη συνέλευση». Πώς να κατανοήσουμε άραγε το ότι δεν χρειάζεται να ανήκουμε στην ίδια πολιτική ομάδα ή συλλογικότητα για να οργανωθούμε; Τι να σημαίνει άραγε εδώ το να μιλάμε για το εμείς μιας θέσης και όχι μιας ομάδας, ενός πολιτικού υποκειμένου. Το ότι δεν αποτελούμε παρά έναν αστερισμό, μια συν-αστρία που ο κοινός της τόπος διακλαδώνεται και εκδηλώνεται διαφοροποιημένα;
Πολλοί από εμάς έχουμε βρεθεί στις εκκωφαντικές σιωπές των (γενικών) συνελεύσεων και στις πολιτικές εκδηλώσεις όπου ο ήχος ενός αναπτήρα ή ενός λαρυγγιού που ρουφάει μπύρα διαλύει την ατέρμονη σιωπή. Στις τελετουργίες του ριζοσπαστικού posturing που σκοτώνει την επιθυμία την ίδια στιγμή που θεωρεί πως εντατικοποιεί την κυκλοφορία της. Έχουμε, ακόμη, δει την κριτική πλευρά του κινήματος να οργανώνει την κατανομή της έλλειψης και να επιχειρεί μανιωδώς να την φτιάξει (ή να φτιαχτεί;) ακόμα και όταν ευαγγελίζεται πως η επαναστατική θεωρία είναι εχθρός κάθε επαναστατικής ιδεολογίας, και το γνωρίζει.
Συνεπώς, το ζήτημα δεν είναι να καταγγείλουμε τα κακώς κείμενα ενός κινήματος. Ή να φωνάξουμε απλώς έξοδος, λιποταξία. Το ζήτημα είναι να κατανοήσουμε τη λειτουργία των μηχανισμών που το συνέχουν και το οδηγούν σε επαναλαμβανόμενα αδιέξοδα, ώστε να τα απενεργοποιήσουμε. Εν προκειμένω κάνουμε λόγο για όλα τα επίπεδα, για όλες τις στοιβάδες που το απαρτίζουν: υλικό, οργανωσιακό, συναισθηματικό, κοινωνικό, πολιτισμικό. Κάπως έτσι αντιλαμβανόμαστε την πρακτική της απόδρασης.
Αν υπάρχει μία αποσυντακτική ή αποσυντάσσουσα τάση αυτή δεν θέλει να οικειοποιηθεί, να καταλάβει, να πάρει, αλλά να θέσει υπό χρήση, να χρησιμοποιήσει. Να μετασχηματίσει και να μετασχηματιστεί. Γι’ αυτό και δεν επιθυμεί να συγκροτήσει κάτι Νέο, αλλά να κινηθεί στρατηγικά στους κόλπους της κατάστασης και να ροκανίσει τις επιφάνειες.
Πρόκειται, λοιπόν, για ένα con-juration, για έναν όρκο από κοινού που δόθηκε στο ΜΗ-Συνέδριο.
Και έτσι ξαναγυρνάμε στην αρχή.
What's the world for?
[…]
Find me involved in the world
All these fast talkers are trying to take hold of the world
Thoughtless remarks and bold suppositions
I'm sick of their mission
Stop solving the world and start listening.
θ.
Πολιτική - Μη πολιτική – Ηθική (Ethics)
Λοιπόν, η κατάσταση είναι, την ίδια ακριβώς στιγμή, απλή και καταθλιπτική : από τη μια πλευρά, βιώνουμε έναν αυταρχικό σχηματισμό δίχως προηγούμενο, την εγγύτητα του πολέμου ως μέσου πολιτικής, μια απροσδόκητη φυλετικοποίηση και την άνοδο ενός οικολογικού καθεστώτος συσσώρευσης. Ωστόσο, δεν βιώνουμε την αντίθεση, αλλά μάλλον μια εθελοδουλία, ακόμα κι από την αριστερά, που καθιστά αυτές τις διαδικασίες κατ' αρχάς δυνατές .Σε τέτοιο βαθμό πλέον, που καθιστούν την αριστερά ουσιαστικά ανύπαρκτη, και, σε κάθε περίπτωση, οι εξεγέρσεις και οι αντιθέσεις ενάντια στην ρημαγμένη πραγματικότητα μπορούν να βρεθούν σε εντελώς άλλα μέρη. Σημαίνει αυτό το τέλος της πολιτικής ως προσπάθεια διαμόρφωσης της κοινωνίας και της ιστορίας; Ας μην παρεξηγηθούν οι προθέσεις μας: Δεν αντιλαμβανόμαστε αυτή την προσπάθεια με την έννοια ενός φιλελεύθερου, δημοκρατικού μοντέλου διαπραγμάτευσης. Ουδέποτε συνέβη κάτι τέτοιο. Ακόμη και η Πόλις μπορούσε να παρουσιάσει τις διαπραγματευτικές της διαδικασίες ως πολιτισμό μόνο αποκλείοντας τους βαρβάρους. Αλλά η πολιτική δεν φαίνεται να υπάρχει πια ούτε ως ταξική πάλη, ούτε καν ως οργισμένη αντιπολίτευση εναντίον εκείνων που βρίσκονται στην εξουσία. Μόνο ως οργή ενάντια στην πραγματικότητα, ως δυστοπική εξέγερση που δεν φτάνει ποτέ στο σημείο της διακοπής. Αλλά ας μην ξεκινήσουμε με το ερώτημα ποια είναι η θέση μας σε αυτές τις εξεγέρσεις - αυτό θα ήταν ένα παλιό αριστερό ερώτημα. Απεναντίας, ας αναρωτηθούμε πού μπορούμε να βρούμε τη θέση μας στον κόσμο.
Πού θέλουμε να αγωνιστούμε;
Ως εκείνοι που ζουν στο κέντρο της εξουσίας αλλά θέλουν να την ανατρέψουν; Οι βάρβαροι ήταν οι αποκλεισμένοι μέσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και οι αποκλεισμένοι στα όρια της αυτοκρατορίας. Μήπως σημαίνει να αναζητήσουμε έναν από αυτούς τους τόπους, να γίνουμε βάρβαροι στην αντιπαράθεση μας με έναν πολιτισμό που είναι πιο ολοκληρωτικός από ποτέ; Αλλά πού είναι αυτοί οι τόποι; Ο τόπος μιας πολιτικής θεωρείται δεδομένος, είναι αυτοί οι τόποι όπου η εξουσία συναντά την οργή; Είναι οι τόποι της συμβολικής αντιπαράθεσης στο δρόμο, στα εργοστάσια της παγκόσμιας καταστροφής, στους τόπους της υποτιθέμενης συνωμοσίας της κυριαρχίας; Ή μήπως βρίσκουμε αυτούς τους τόπους μόνο όταν δεν αξιώνουμε πλέον να γνωρίζουμε πού βρίσκονται και ποιοι συναντιούνται σε αυτούς; Είναι τόποι προσβάσιμοι ή εντελώς απρόσιτοι στην άλλη άκρη του κόσμου, και τους οποίους, ωστόσο, θα μπορούσαμε ή θα έπρεπε να τους κάνουμε δικούς μας τόπους;
Πώς θέλουμε να πολεμήσουμε;
Υπάρχουν αυτοί που δεν περιγράφουν πλέον τις μορφές αγώνα του μέλλοντος ως πολιτική, αλλά ως «ηθική της συνέπειας» (Ethik der Beständigkeit). Αυτοί που βλέπουν το επαναστατικό γίγνεσθαι στην ανάδυση μιας ηθικής που μας επιτρέπει να κάνουμε κομμάτια την εξουσία με κάθε πράξη, όσο καθημερινή κι αν είναι, και να χτίσουμε μια συνύπαρξη χωρίς εξουσία. Μια τέτοια πολιτική ηθικής θεμελίωσης, της «ανθρώπινης συνέργειας», όπως αναφέρει το Μανιφέστο Συνωμοσίας για τους Ζαπατίστας, θα μπορούσε να γίνει η αντιτιθέμενη μορφή απέναντι σε μια κυβερνητική υπερίσχυση της κυριαρχίας, η οποία μας αντιλαμβάνεται ως καθαρή πληροφορία και που επιθυμεί να επικυριαρχήσει πάνω μας μέσω της μαθηματικοποίησης, μέσω των αλγορίθμων. Μια τέτοια πολιτική μπορεί επίσης να γίνει κατανοητή ως αποθεσμοποίηση/αποσύνταξη [destitution], δηλαδή ως αποσύνταξη της εξουσίας μέσω της ανάδυσης μιας εντελώς διαφορετικής μορφής ζωής. Όμως, εδώ πρόκειται για την κατανόηση μιας μορφής ζωής που καθορίζει όλη τη ζωή και δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να περιοριστεί σε επιμέρους υπάρξεις κ.λπ. Καταστροφή και κατασκευή συμβαδίζουν μαζί της, συμπεριλαμβανομένων των μορφών εξέγερσης. Ωστόσο, δεν πρέπει να συγχέεται με την Εξεγερσιακή πρόταση, η οποία αντιλαμβάνεται την πολιτική ως αυτοοργάνωση ομάδων συγγένειας αντιμέτωπων με ένα γεγονός. Η απόκριση των δύο αυτών προτάσεων είναι διαφορετική, ιδίως στο ζήτημα του κόμματος. Και έπειτα υπάρχουν τα μη-κινήματα, που έδωσαν το όνομά τους σε αυτό το συνέδριο.
Στρατηγικά ακόμα πιο περιορισμένα από τις δύο προαναφερθείσες μορφές εξέγερσης και επανάστασης, αποτελούν την περιγραφή ενός φαινομένου της εποχής μας. Είτε πρόκειται για τα Κίτρινα Γιλέκα, είτε για την εξέγερση στη Χιλή, είτε για τις διαδηλώσεις για τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, οι εξεγέρσεις της εποχής μας ξεφεύγουν από κάθε λογική αντιπροσώπευσης και κλασικής οργάνωσης. Αποτελούν τον τόπο μιας ανασύνθεσης ή επανεφεύρεσης ταυτοτήτων, ατομοποιημένων από τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, αυτό που οι Endnotes αποκαλούν σύγχυση ταυτοτήτων στο κείμενό τους «Εμπρός βάρβαροι»[1]. Οι ταυτότητες αυτές συναντώνται στη βάση μιας κοινής εμπειρίας (πείνα, αστυνομική βία, αποκλεισμός, περιφρόνηση, ...) που διαρρηγνύει τα όρια των αντίστοιχων ταυτοτήτων τους, παραμένοντας εντούτοις στο δικό τους πλαίσιο αναφοράς. Με αυτή την έννοια, αναδεικνύουν την κρίση νομιμοποίησης και αντιπροσώπευσης (όπως για παράδειγμα, την παρακμή της εργατικής τάξης από τη δεκαετία του 1970, και έκτοτε, της οποίας η απουσία δυνατοτήτων ταυτοποίησης, παραπέμπει εξίσου στην παρακμή των οικονομικών σχέσεων που τη συνοδεύουν) και ταυτόχρονα τις ξεπερνούν, δίχως, την ίδια στιγμή, να είναι σε θέση να ανατρέψουν τους συσχετισμούς. Ακριβώς επειδή παραμένουν συνδεδεμένες με το πλαίσιο αναφοράς της ταυτότητας, υπόκεινται στα όριά του: παρά την εμπειρία της κοινότητας κατά τη διάρκεια του αγώνα, η ατομοποίηση δεν μπορεί να ξεπεραστεί οριστικά, και παρά την ικανότητα σχηματισμού μιας αρνητικής ενότητας ενάντια στο κράτος, ο κατακερματισμός σε άτομα αποτρέπει την ανάπτυξη μιας θετικής πολιτικής δύναμης. Το Endnotes, επισημαίνει σωστά, ότι η πολιτική επιστρέφει δυναμικά στην κλασική μορφή εχθρότητας και διαίρεσης και επομένως δεν μπορεί να είναι παρά η υποκειμενική έκφραση μιας γενικής αποδιοργάνωσης των καπιταλιστικών σχέσεων.
Τι θα μπορούσε λοιπόν να είναι η πολιτική;
Στην εποχή της κυβερνολογικής και του κυβερνητικού [cybernétique] καπιταλισμού, το ζήτημα της πολιτικής είναι επίσης το ζήτημα των υποδομών. Υποδομών της κυριαρχίας ή υποδομών της ζωής; Ζούμε σύμφωνα με την τεχνολογική αισιοδοξία της 2ης Διεθνούς [2] θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί, ότι εξακολουθούμε να ζούμε σύμφωνα με την πίστη στην πρόοδο της νεωτερικότητας. Παρά την καπιταλιστική υπεραφθονία που βιώνουμε καθημερινά, το παρόν είναι μονίμως εγκατεστημένο ενώπιον της καταστροφής. Γνωρίζουμε, λοιπόν, ότι στο μέλλον δεν μπορούμε να περιμένουμε σωτηρία από την τεχνολογία. Ωστόσο, χωρίς τεχνολογία είναι αδύνατο να ζήσουμε. Ποιες τεχνολογίες να μάθουμε, ποιες να ξεμάθουμε, ποιες να καταστρέψουμε;
Αντιμέτωποι με μια εξουσία χωρίς κυρίους, η πολιτική (αν πιστεύουμε ότι μπορούμε να σώσουμε αυτή την έννοια χωρίς να παραστρατήσουμε) είναι επίσης το ζήτημα της υποκειμενοποίησης με την ιδιότητα των δούλων. Επομένως, Επιτίθεμαι στην εξουσία, σημαίνει επίσης επιτιθέμεθα στους ίδιου μας τους εαυτούς· αλλά πώς να φέρουμε εις πέρας μια αυτό-καταστροφή δίχως να καταστρέψουμε τον εαυτό μας; Ένα πράγμα είναι βέβαιο: οποιαδήποτε μορφή πολιτικής, αντιπολιτικής ή ηθικής και αν προτείνουμε, πρέπει να απορρέει από εμάς τους ίδιους και να αποβλέπει σε εμάς τους ίδιους. Πώς μπορούμε όμως να μην πέσουμε στην παγίδα της ηθικοποίησης της πολιτικής από τη μια πλευρά, και, από την άλλη, να μην χάσουμε από τα μάτια μας τις παγκόσμιες σχέσεις εξουσίας;
Με ποιον θέλουμε να πολεμήσουμε;
Αν αντιλαμβανόμαστε την πολιτική ως μια πολιτική της ηθικής συνέπειας, ως μια κατασκευή ανθρώπινων σταθερών, ως αποσύνταξη της εξουσίας ή ως συνωμοτική εξέγερση, τότε — ακριβώς όπως για τους τόπους των αγώνων μας— τίθεται το ζήτημα των συνεργών μας στους αγώνες. Η πόλις, οι πολίτες, ποτέ δεν υπήρξαν, το κόμμα και οι παρτιζάνοι του ανήκουν στην ιστορία. Οπότε οφείλουμε να αναζητήσουμε αυτούς που δεν αντιπροσωπεύουν τίποτα, που δεν εκπροσωπούν κανέναν. Εκτός ίσως από το δικό τους θυμό, τη δική τους θέληση να αποθεσμοποιήσουν την εξουσία και τη δική τους φαντασία, τη θέλησή τους να ζήσουν. Επομένως, δεν αναζητούμε ένα οποιοδήποτε πολιτικό υποκείμενο, ούτε το προλεταριάτο, ούτε το πρεκαριάτο. Δεν εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στους αγώνες των μεταναστών, ούτε στη νεολαία. Ανάμεσα σε όλους αυτούς τους αγωνιστές, θα πρέπει να ποντάρουμε στη συνάντηση με εκείνους που, μέσα από τους αγώνες, θα γίνουν αυτοί που όλοι αναζητούμε. Θα είναι ένας μακρύς δρόμος.
Επανάσταση και νίκη
Αν ξεπεράσουμε τη σχέση μεταξύ συντακτικής και συντεταγμένης εξουσίας, αν δεν επιδιώκουμε να αποκτήσουμε την εξουσία —είτε με την έννοια της δικτατορίας (του προλεταριάτου) είτε της δημοκρατίας (των συμβουλίων ή της αστικής τάξης)— τι απομένει; Και αυτό με διπλή έννοια: τι απομένει να γίνει και τι απομένει από την πιθανότητα της επανάστασης; Τι σημαίνει να νικήσουμε;
Μπορεί να μας θεωρήσετε μεγαλομανείς που θέτουμε το ερώτημα της νίκης σε μια κατάσταση ιστορικής αδυναμίας. Αλλά μας φαίνεται απαραίτητο για να μπορέσουμε να κρίνουμε τι είναι σωστό να πράξουμε. Και πολύ περισσότερο επειδή θέλουμε ακόμα να νικήσουμε.
Παρ' όλα αυτά, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα πρόβλημα: «Να κοινοποιήσουμε μια επαναστατική στρατηγική και να μην μπορούμε να την εφαρμόσουμε ή να μην την αποκαλύψουμε και να περιοριστούμε απλώς στο να εκθέσουμε, αναλύσεις και ιστορίες;».[3] Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα περισσότερο από μεθοδολογικούς προβληματισμούς ώστε να χρησιμεύσουν στη δημιουργία δυνάμεων ικανώς να αναπτύξουν, να μεταφέρουν και να εφαρμόσουν τις απαραίτητες επαναστατικές στρατηγικές. Είναι ακριβώς αυτοί οι μεθοδολογικοί προβληματισμοί που θέλουμε να μοιραστούμε μαζί σας. Για να το κάνουμε αυτό, θέλουμε πρώτα να σας μιλήσουμε για εμάς και για τον κόσμο. Χωρίς μια κοινή γλώσσα, δεν μπορεί να υπάρξουν ταραχές, εξέγερση, επανάσταση. Και χωρίς επανάσταση, δεν υπάρχει κοινή γλώσσα. Επομένως, η κατανόηση δεν μπορεί παρά να είναι μια απόπειρα, που ενδεχομένως να σκοντάφτει συνεχώς και να παραμένει περιορισμένη, στην οποία ωστόσο σας καλούμε να λάβετε μέρος.
[1] Στους παρακάτω συνδέσμους μπορείτε να βρείτε το αγγλικό πρωτότυπο και την ελληνική μετάφραση
https://endnotes.org.uk/posts/endnotes-onward-barbarians
https://yfanet.espivblogs.net/files/2022/12/BARBARIANS-2022-06-26-FRIX-1.pdf
[2] Με αυτό εννοούμε την τεχνολογική αισιοδοξία που ενυπάρχει στην πίστη στην πρόοδο - ότι η τεχνολογική πρόοδος θα μας έφερνε αναπόφευκτα πιο κοντά στην απελευθέρωση και τον κομμουνισμό - η οποία εκφράστηκε στις ιδέες της έντονα σοσιαλδημοκρατικής Δεύτερης Διεθνούς από το 1889 έως το 1914 και ήταν ο κανόνας στο εργατικό κίνημα της εποχής.
[3 ]Μανιφέστο Συνομωσίας σ. 352, της γαλλικής έκδοσης, σελ 380 της ελληνικής.
Παράρτημα κειμένων:
Moses Dobruška: Πώς άρχισαν όλα. Οι θέσεις του Στρασβρούργου
https://hangovertheory.substack.com/p/moses-dobruska
Michele Garau: The Strategy of Separation
https://illwill.com/separation#fn9
Mikkel Bolt Rasmussen: The Movement of Refusal
https://illwill.com/the-movement-of-refusal
Εικόνα: Fernard Deligny. Lignes d’ erre