Giorgio Agamben - Τα επτά μέρη της νύχτας
ΤΑ ΕΠΤΑ ΜΕΡΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
Του Giorgio Agamben
Υπάρχουν επτά μέρη της νύχτας: ο εσπερινός, το λυκόφως, το σιωπητήριο, το άκαιρο, το λυκαυγές, ο αυγερινός και η αυγή.
Ισίδωρος, Ετυμολογίες [1]
I. Vespro (Εσπερινός)
«Ο Εσπερινός ονομάζεται έτσι από το δυτικό αστέρι, το οποίο ακολουθεί αμέσως μετά το ηλιοβασίλεμα και προηγείται του σκοταδιού που ακολουθεί».
Ο Εσπερινός είναι το ηλιοβασίλεμα της Δύσης, το οποίο έχει ανακοινωθεί εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα και επομένως έχει πλέον οριστικά ολοκληρωθεί. Βρισκόμαστε λοιπόν στο σκοτάδι που ακολουθεί το ηλιοβασίλεμα, του οποίου το λυκόφως είναι η πρώτη εικόνα. Είναι αξιοσημείωτο ότι από τότε που ο Σπένγκλερ συνέταξε την αδιάψευστη διάγνωσή του, ούτε ένας ευφυής αναγνώστης δεν αμφισβήτησε την εγκυρότητά της. Ότι η Δύση ήταν ώριμη για το ηλιοβασίλεμα ήταν τότε όπως και τώρα ένα ευρέως διαδεδομένο συναίσθημα, ακόμη και αν, τότε όπως και τώρα, προσποιούμαστε ότι όλα συνεχίζονται όπως πριν. Το να σκεφτούμε το τέλος, ακόμη και να μπορέσουμε να το αναπαραστήσουμε, είναι πράγματι ένα δύσκολο έργο, για το οποίο μας λείπουν οι κατάλληλοι όροι. Οι αρχαίοι και οι χριστιανοί των πρώτων αιώνων, οι οποίοι ανέμεναν ότι το τέλος του κόσμου ως επικείμενο, αν και ανυπολόγιστο, φαντάζονταν μια άνευ προηγουμένου καταστροφή, μετά την οποία θα άρχιζε ένας νέος κόσμος - ένας νέος ουρανός και μια νέα γη. Το ζήτημα είναι πως το να σκεφτόμαστε το τέλος ως ένα ακριβές γεγονός, μετά το οποίο τα πάντα - ακόμη και ο χρόνος - θα σταματήσουν, προσφέρει τόσο λίγα στη σκέψη ώστε προτιμούμε να φανταστούμε, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, ένα είδος επιπλέον χρόνου, από τον οποίο εμείς - που τον αντιπροσωπεύουμε στον εαυτό μας – απουσιάζουμε. Ο Σπένγκλερ, από την πλευρά του, οραματιζόταν μια μορφολογία της ιστορίας, στην οποία οι πολιτισμοί είναι δεδομένο ότι θα γεννηθούν και θα σβήσουν και, στην παραδειγματική περίπτωση, η Δύση, η κατάρρευση της οποίας θα συνέπιπτε «με μια φάση της ιστορίας που εκτείνεται σε αρκετούς αιώνες και της οποίας βιώνουμε σήμερα την αρχή». Η υπόθεση που θα ήθελα να προτείνω είναι ότι η Δύση περιλαμβάνει το ηλιοβασίλεμα όχι μόνο στο όνομά της, αλλά και στην ίδια τη δομή της - ότι είναι, δηλαδή, από την αρχή ως το τέλος ένας πολιτισμός του τέλους.
Ο εσπερινός, το αστέρι της Δύσης, συνεχίζει να λάμπει καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας που νομίζουμε ότι διανύουμε αλλά στην οποία περιπλανόμαστε εντός της· το ηλιοβασίλεμα - το να βρίσκεσαι στο τέλος ανά πάσα στιγμή - είναι η φυσιολογική κατάσταση του δυτικού ανθρώπου. Αυτός είναι ο λόγος που η νύχτα του δεν περιμένει ούτε το δειλινό ούτε την αυγή. Όμως το ηλιοβασίλεμα, η ατελείωτη κρίση που επιδιώκει και χρησιμοποιεί ως φονικό όπλο, με το οποίο προσπαθεί με κάθε τρόπο να κυριαρχήσει, ξεφεύγει από τα χέρια του και τελικά θα στραφεί, όπως ήδη κάνει, εναντίον του. Η ασφάλεια έχει γίνει το κλισέ του, επειδή η Δύση έχει πάψει προ πολλού να αισθάνεται ασφαλής.
II. Crepuscolo (Λυκόφως)
«Το λυκόφως είναι ένα αμφίβολο φως. Creperum σημαίνει στην πραγματικότητα ότι βρίσκομαι σε αμφιβολία, δηλαδή μεταξύ φωτός και σκότους».
Ο Ισίδωρος αντιγράφει ένα απόσπασμα από την πραγματεία του Βάρρωνα (Varro) [2] για τη λατινική γλώσσα, όπου διαβάζουμε ότι «τα πράγματα που λέγονται ότι είναι creperae είναι αμφίβολα, όπως ακριβώς στο λυκόφως δεν ξέρουμε αν είναι ακόμα μέρα ή έχει έρθει ήδη η νύχτα». Βρισκόμαστε εδώ και καιρό στο λυκόφως. Έχουμε γίνει από καιρό ανίκανοι να διακρίνουμε μεταξύ φωτός και σκότους, δηλαδή μεταξύ αλήθειας και ψεύδους. Γιατί ο άνθρωπος που δεν ξέρει πια πού βρίσκεται, ο άνθρωπος που αμφιβάλλει μεταξύ ημέρας και νύχτας, δεν ξέρει πια καν τι είναι αλήθεια και τι ψέμα, και αυτή η αμφιβολία είναι που προσπαθεί να διασκεδάσει, με κάθε κόστος, στα μυαλά και στις ψυχές. Το λυκόφως έχει γίνει, με αυτή την έννοια, παράδειγμα διακυβέρνησης, ίσως το αποτελεσματικότερο, κινητοποιώντας το μηχανισμό των μέσων ενημέρωσης και την πολιτιστική βιομηχανία στην υπηρεσία του. Έτσι, μια ολόκληρη κοινωνία ζει στο λυκόφως, σε αμφιβολία για το φως και το σκοτάδι, για το αληθινό και το ψεύτικο· έως ότου η ίδια η αμφιβολία καταναλωθεί και εξαφανιστεί· κι ένα ψέμα που επαναλαμβάνεται, σε τέτοιο βαθμό ώστε να μη μπορεί πλέον να διακριθεί από την αλήθεια, εγκαθιδρύσει την απελπισμένη κυριαρχία του σε κάθε τομέα και κάθε κανόνα. Αλλά μια ζωή που συσκοτίζεται στο ψέμα και ψεύδεται διαρκώς στον εαυτό της, καταστρέφει τις ίδιες τις συνθήκες της επιβίωσής της· δεν είναι πλέον ικανή να αντιληφθεί το φως, ούτε καν την "αχνή λάμψη" ενός σπίρτου που καίγεται μέσα στη νύχτα. Ακόμη κι εκείνοι που νόμιζαν ότι κυβερνούσαν το λυκόφως δεν γνωρίζουν πλέον τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο, πού είναι το σκοτάδι και πού το φως- και ακόμη και αν κάποιος επιμένει να υπερασπίζεται το φως, εκείνο το φως που είναι η ίδια η ζωή των ανθρώπων, δεν μπορεί να τον ακουστεί. Κι αν ένα ψέμα που έχει γίνει απόλυτο είναι η κατάσταση στην οποία η ελπίδα δεν είναι πλέον δυνατή, ο χρόνος μας, αυτός του εσπερινού και του λυκόφωτος, είναι από κάθε άποψη απελπιστικός.
III. Conticinio (Σιωπητήριο)
«Conticinium είναι όταν όλοι σιωπούν. Conticiscere σημαίνει στην πραγματικότητα “σιωπώ”».
Γιατί παραμείνατε σιωπηλοί; Ότι οι καιροί ήταν σκοτεινοί, ότι το λυκόφως επικρατούσε παντού, δεν αρκεί για να σας δικαιολογήσει. Γιατί σιωπήσατε; Ακόμα κι αν δεν μπορούσες πλέον να διακρίνεις το φως από το σκοτάδι, θα έπρεπε τουλάχιστον να το είχες πει, θα έπρεπε τουλάχιστον να είχες φωνάξει στο λυκόφως, αυτή την αβέβαιη ώρα μεταξύ σκύλου και λύκου. Η σιωπή σας δεν ήταν η σιωπή κάποιου που ξέρει ότι δεν μπορεί να ακουστεί, κάποιου που μπροστά στο παγκόσμιο ψέμα έχει κάτι να πει και γι' αυτό βγαίνει μπροστά και σιωπά. Η δική σας ήταν η συνένοχη σιωπή εκείνων που λουφάζουν μες στη νύχτα επειδή αυτό κάνουν όλοι. «Είναι αλήθεια», θα πείτε, «ήταν άδικο, αλλά σιώπησα γιατί όλοι σιώπησαν». Ωστόσο, το ψέμα μίλησε και το ακούσατε. Και η σιωπή σας κάλυψε ακόμα και τη φωνή εκείνων που παρ’ όλα αυτά προσπάθησαν να μιλήσουν, να βγάλουν το τρίτο μέρος της νύχτας από τη σιωπή του.
IV. Intempest (Άκαιρο)
«Intempest είναι μια ώρα της νύχτας που βρίσκεται στο μέσον και είναι ανενεργή, όταν καμία δράση δεν είναι δυνατή και όλα τα πράγματα είναι ήσυχα στο λήθαργο. Ο χρόνος, όντως, δεν είναι κατανοητός καθ’ εαυτόν, αλλά μόνο μέσω των ενεργειών των ανθρώπων. Το μέσο της νύχτας δεν έχει δράση. Άκαιρη είναι η αδρανής νύχτα, σχεδόν άχρονη, δηλαδή χωρίς τη δράση μέσω της οποίας γίνεται γνωστός ο χρόνος- γι' αυτό και λέγεται: “ήρθες άκαιρα”» [3].
Ο χρόνος που μετράμε τόσο προσεκτικά δεν υπάρχει από μόνος του, γίνεται γνωστός, γίνεται κάτι που μπορούμε να έχουμε μόνο μέσα από τις πράξεις μας. Αν κάθε δράση έχει ανασταλεί, αν τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί πια, τότε δεν έχουμε άλλο χρόνο, παραδομένοι στην ψεύτικη ακινησία ενός ύπνου χωρίς όνειρα ή χειρονομίες. Δεν έχουμε πια χρόνο, γιατί μέσα στη νύχτα στην οποία έχουμε βυθιστεί, ο χρόνος έχει γίνει άγνωστος για μας, και οι δυνάμεις του κόσμου μας κρατούν με κάθε τρόπο σε αυτή την άκαιρη νύχτα, «σχεδόν άχρονη», δηλαδή «χωρίς τη δράση μέσω της οποίας γνωρίζουμε το χρόνο». «Σχεδόν» άχρονη, γιατί ο αφηρημένος γραμμικός χρόνος - ο χρονολογικός χρόνος που καταβροχθίζει τον εαυτό του - είναι στην πραγματικότητα παρών, αλλά εξ ορισμού δεν μπορούμε να τον έχουμε. Γι' αυτό πρέπει να χτίσουμε μουσεία στα οποία μπορούμε να τοποθετήσουμε το παρελθόν και, όπως συμβαίνει όλο και περισσότερο σήμερα, ακόμη και το παρόν.
Αυτό που λείπει είναι ο καιρός [4], το οποίο οι αρχαίοι απεικόνιζαν ως ένα φτερωτό νεαρό που τρέχει ισορροπώντας πάνω σε μια σφαίρα, με τον φαλακρό του αυχένα να μην αφήνει καμία λαβή σε όσους προσπαθούν να τον πιάσουν καθώς περνάει. Έχει μια πυκνή μπούκλα στο μέτωπό του και κρατάει ένα ξυράφι στο χέρι του. Η σύλληψη της στιγμής είναι δυνατή μόνο για το άτομο που στέκεται ξαφνικά μπροστά του, με μια αποφασιστική χειρονομία τον αρπάζει από τον κότσο και σταματά την εξωπραγματική του πορεία. Αυτή η χειρονομία είναι η σκέψη, σκοπός της οποίας είναι να συλλάβει μέσα στη νύχτα τον χρόνο που χάνεται. Η χειρονομία του είναι άκαιρη, διότι κάθε φορά σταματά και διακόπτει την πορεία του χρόνου. Γι’ αυτό και το απροσδόκητο συμπέρασμα: «ήρθες άκαιρα (intempestivum venisti) [5]». Στρέφοντας την αισθαντικότητα ενάντια στον εαυτό της, η σκέψη σταματά και εκπλήσσει τον χρόνο στη «σχεδόν άχρονη» νύχτα. Και αυτή η χειρονομία της σκέψης, κοφτερή σαν ξυράφι, είναι η πρωταρχική πολιτική πράξη, η οποία ανοίγει τη δυνατότητα όλων των δράσεων, ακριβώς όταν στη μέση της νύχτας κάθε ενέργεια φαινόταν αδύνατη.
V. Gallicinium (Λυκαυγές)
«Το Gallicinium ονομάζεται έτσι επειδή οι κόκορες αναγγέλλουν το φως».
Το λάλημα του κόκορα δεν αναγγέλλει την αυγή. Είναι - αν ακούσετε προσεκτικά - η θλιμμένη κραυγή κάποιου που φυλάει σκοπιά μέσα στη νύχτα και μέχρι την τελευταία στιγμή δεν ξέρει αν θα έρθει η μέρα. Γι' αυτό το λόγο η λαλιά του - ή μάλλον ο θρήνος του - απευθύνεται ακριβώς σε εμάς, που - όπως αυτός - φυλάμε σκοπιά στο σκοτάδι και - όπως αυτός - ρωτάμε: «πού ακριβώς είναι η νύχτα;». Η κραυγή του κόκορα είναι, όπως και η δική μας, απλώς ένας αισθητήρας ριγμένος στο σκοτάδι, όχι για να μετρήσει το βάθος - αυτό δεν θα ήταν δυνατό - αλλά για να στηρίξει και σχεδόν να βαθμονομήσει την αφύπνισή μας, της οποίας τη διάρκεια δεν γνωρίζουμε. Και σε αυτό υπάρχει κάτι σαν ένα μικρό φως, μια σπίθα στο σκοτάδι.
VI. Mattutino (Αυγερινός)
«Το Mattutino βρίσκεται ανάμεσα στο σβήσιμο του σκοταδιού και τον ερχομό της αυγής. Ονομάζεται αυγερινός επειδή είναι η ώρα του αρχόμενου πρωινού».
Ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως. Όπως ο εσπερινός ήταν ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Inchoante mane, το αρχόμενο πρωινό: το mane είναι το ουδέτερο του επιθέτου manis, που σημαίνει «καλό» και εφαρμοσμένο στο χρόνο σημαίνει «νωρίς». Το πρωί είναι par excellance «η καλή ώρα», όπως ακριβώς οι Έλληνες αποκαλούσαν το πρώτο φως «καλό» (φῶς ἀγαθόν). «Ώριμο» είναι αυτό που συμβαίνει την κατάλληλη στιγμή [6] και η Matuta, η θεά του πρωινού, ήταν για τους Λατίνους η κατ' εξοχήν καλή θεά [7]. Το Mattutino είναι η σκέψη στη γέννησή της, πριν παγιωθεί στον κύκλο των τύπων και των κλισέ. Είναι καλύτερα να μη βιαστείς το πρωί, να ενδώσεις στην καλή ώρα, να της δώσεις όλο το χρόνο που χρειάζεται. Γι' αυτό όλα στον κόσμο μας συνωμοτούν για να μικρύνουν την καλή ώρα και να αποσπάσουν χρόνο από το ξύπνημα. Επειδή το ξύπνημα είναι η ώρα της σκέψης, που ισορροπεί ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως, ανάμεσα στο όνειρο και τη λογική. Και από τη σκέψη - από το ξύπνημα – είναι που προσπαθεί κανείς με κάθε τρόπο να απομακρύνει το χρόνο, έτσι ώστε σήμερα πολλοί να είναι έξυπνοι, αλλά όχι ξύπνιοι, λαμπεροί, αλλά όχι διαυγείς. Με μια λέξη: έτοιμοι για υπηρεσία.
VII. Diluculus (Αυγή)
"Dilucolo, σχεδόν μικρό αρχόμενο φως της ημέρας. Είναι η αυγή που προηγείται της ημέρας".
Αυτό το «μικρό φως» μπορούμε μόνο να το φανταστούμε προς το παρόν. Η αυγή, το σέλας, είναι η φαντασία που συνοδεύει πάντα τη σκέψη και την αποτρέπει από την απελπισία ακόμη και στους πιο βάρβαρους και σκοτεινούς καιρούς. Όχι επειδή «υπάρχουν πολλές αυγές που μένουν ακόμα να λάμψουν», αλλά επειδή δεν περιμένουμε πλέον καμία αυγή. Το Ἀπόδειπνο, αυτό που ολοκληρώνεται την τελευταία ώρα του Μεγάλου Κανόνα· και για μας κάθε ώρα είναι δωδέκατη, είναι η τελευταία ώρα [8]. Σε αυτήν τα επτά μέρη της νύχτας συμπίπτουν, είναι στην πραγματικότητα μία και μόνη ώρα. Και ο άνθρωπος για τον οποίο κάθε στιγμή είναι η τελευταία δεν μπορεί να αιχμαλωτιστεί στους μηχανισμούς της εξουσίας, που πρέπει πάντα να υποθέτουν ένα μέλλον. Το μέλλον είναι η ώρα της εξουσίας· η συντελεσμένη - η τελευταία ώρα, η καλή - είναι η ώρα της σκέψης.
[1] Ισίδωρος της Σεβίλλης, Etymologiae (βλ. https://el.wikipedia.org/wiki/Etymologiae). Βασίστηκα στην αγγλική μετάφραση: https://sfponline.org/Uploads/2002/st%20isidore%20in%20english.pdf (σελ.127)
[2] https://rb.gy/wur2e0 και https://it.wikipedia.org/wiki/Marco_Terenzio_Varrone
[3] Ένας άλλος τρόπος να μεταφραστεί το απόσπασμα θα μπορούσε να είναι με την αντικατάσταση της λέξης «χρόνος» με τη λέξη «ρυθμός» και του «άκαιρου» με το «άκρατο». Κάτι τέτοιο θα έδινε τη δυνατότητα σε ένα ενδιαφέρον γλίστρημα των εννοιών. Η άκαιρη νύχτα είναι ο χωροχρόνος όπου τίποτε δε συμβαίνει και γι’ αυτό όλες οι συσσωρευμένες εντάσεις δεν έχουν ούτε ρυθμό ούτε μέτρο. «Αδρανής» με τον ίδιο τρόπο μπορεί να σημαίνει «απών» και «εδώ»· «πλήρης» και «κενός».
[4] Στο πρωτότυπο χρησιμοποιείται η ελληνική λέξη με λατινικούς χαρακτήρες: kairos
[5] Μπορεί να μεταφραστεί και «ήρθες σε ακατάλληλη ώρα» ή «άβολα», με «ακατάλληλο τρόπο» (βλ. και σχόλιο 3). Ωστόσο, για λόγους συνέπειας προς τις αρχικές μεταφραστικές επιλογές επιλέχθηκε το «άκαιρα»
[6] Την «καλή στιγμή»· αρκετά νωρίς στο χρόνο όπου οι προϋποθέσεις έχουν ολοκληρωθεί, ώστε να υπάρχει ακόμα χρόνος…
[7] Η αναφορά είναι στην αρχαία λατινική θεότητα Mater Matuta, την οποία τελικά οι Ρωμαίοι εξίσωσαν με την Aurora και την Ἠώ. Στην αρχαία ελληνική μυθολογία, η Ἠώς είναι η θεότητα-προσωποποίηση της αυγής, κόρη του τιτάνα Υπερίωνα και της τιτανίδας Θείας, αδελφή του Ήλιου - του οποίου προηγείται - και της Σελήνης -της οποίας έπεται - στο ουράνιο ταξίδι τους.
[8] Εδώ χρειάζεται μια διευκρίνιση βάσει της οποίας είναι καλό να διαβαστεί όλο το κείμενο, όπως έχει μεταφραστεί. Ο Agamben αναφέρεται στην πραγματεία του Βάρρωνα (όπως σημειώσαμε εξ αρχής), ωστόσο - μέσα στο κείμενο - αντιστοιχεί τα 7 μέρη της νύχτας στις ώρες λειτουργίας του μεγάλου Κανόνα. Όμως, μεταξύ ορθόδοξης και καθολικής εκκλησίας παρουσιάζονται διαφορές ως προς τις έννοιες της αρχής και του τέλους της μέρας, της πρώτης και τελευταίας ώρας κλπ. Διαφορές που μοιάζουν μικρές, ως προς το τυπικό των δύο δογμάτων, ωστόσο δημιουργούν προβλήματα στη μετάφραση ενός κειμένου που δεν μένει στο τυπικό αλλά το χρησιμοποιεί ως ένα εργαλείο αντιστοιχιών και νοηματοδοτήσεων. Υπ’ αυτή την έννοια επιλέχθηκε η μετάφραση να ισορροπεί μεταξύ κυριολεξίας και μεταφοράς, μεταξύ επιμονής στις πιστές μεταφορές και της παραλλαγές της τρέχουσας γλώσσας. Το Ἀπόδειπνο, για παράδειγμα, είναι αντίστοιχο του Compline που αναφέρει ο Agamben στο αρχικό κείμενο. Ωστόσο, ούτε το ένα ούτε το άλλο σηματοδοτούν ακριβώς στις αντίστοιχες παραδόσεις την «12η ώρα», παρά την ώρα που ακολουθεί το τέλος της ημέρας όταν οι μοναχοί του μεσαίωνα είχαν τελειώσει το δείπνο και έρχονταν οι στιγμές της ενατένισης πριν τον ύπνο. Αυτό, όμως, ήταν μάλλον και το νόημα του συγκεκριμένου χωρίου. [Μια συνοπτική παρουσίαση των ωρών του Κανόνα (της θείας λειτουργίας) και των διαφορών του μεταξύ ρωμαιοκαθολικής και ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας, μπορείτε να δείτε εδώ: https://www.britannica.com/topic/divine-office#ref196362. Για τις αναγνώστριες και αναγνώστες με γερά γούστα, ειδικά για τις λεπτομέρειες της θείας λειτουργίας της ορθόδοξης εκκλησίας, μπορείτε να δείτε κι αυτό: https://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/liturgical/iz_skaltsis.pdf]
Δημοσιεύτηκε στο Quodlibet, στις 16 Σεπτεμβρίου 2022, στα ιταλικά
Αναδημοσιεύτηκε στο Entêtement, στις 5 Οκτωβρίου 2022, στα γαλλικά
Αναδημοσιεύτηκε στο Medium από Lena Bloch, στις 18 Δεκεμβρίου 2022, στα αγγλικά
Για τη μετάφραση χρησιμοποιήθηκαν οι δύο πρώτες και, βοηθητικά, η τρίτη δημοσίευση
24 Ιανουαρίου 2023
Μανώλης Ψ. (Manolis Psi)