Οι καταστασιακοί κάποτε ισχυρίστηκαν ότι έχουν έναν πατέρα που αγαπούσαν, το DADA, κι ένα πατέρα που απέρριπταν, το Σουρεαλισμό. Για πολλούς από εμάς, ο Toni Negri ήταν και τα δύο. Όντας πολύ νέοι για να την έχουμε ζήσει από πρώτο χέρι, η ιταλική δεκαετία του ’70 σχημάτισε έναν από τους τελευταίους κυρίαρχους μύθους μας. Είτε το ξέρουμε είτε όχι, οι περισσότερες από τις εμπειρίες αγώνα μας, από τις καταλήψεις έως τις πλατείες, έλαβαν χώρα εντός των υπολειμμάτων της και των κατακερματισμένων ρεπερτορίων της, ως της μοναδικής πραγματικής συλλογικότητας που έχουμε γνωρίσει.
Ο Νέγκρι που αγαπήσαμε ήταν ο Νέγκρι που παραμέρισε μια υποσχόμενη και άνετη ακαδημαϊκή καριέρα, για να γίνει ταραξίας. Ήταν ο Νέγκρι που μας έμαθε πώς η οργή, ο θυμός, η απόγνωση το μίσος και η αποξένωση που νιώθαμε δε ήταν τίποτα άλλο παρά πυρετώδης επιθυμία τόσο για μια διαφορετική ζωή όσο κι έναν διαφορετικό κόσμο, τίποτα άλλο παρά ένα περίεργο και βαθύ πάθος για τους συντρόφους μας, τίποτα άλλο παρά ενδελεχής και εμμονική αφοσίωση στην κατάργηση της τυραννίας του κεφαλαίου, Ήταν ο Νέγκρι που ισχυρίστηκε ότι το «να ξεκινάς από την αρχή δε σημαίνει να γυρίζεις πίσω» [ricominciare da capo non significa rittornara indietro] (1), μεταμορφώνοντας την Εργατική Εξουσία [Potere Operaio] στο χώρο της Αυτονομίας [Autonomia] (2), εγκαθιδρύοντας μια μέθοδο ρήξης που τιμούσε την προλεταριακή άρνηση της μελαγχολικής και θεσμικής μνήμης της αριστεράς. Ήταν ο Νέγκρι που διάβασε κάθε έννοια των χυδαίων οικονομικών σαν κατηγορία ανταγωνισμού. Ήταν ο Νέγκρι που μας έδειξε την αξιοπρέπεια, το ζήλο και τη χαρά, εγγεγραμμένες στην πρακτική του αγώνα, που είναι απρόσιτες στον κυνισμό της κριτικής. Ήταν ο Νέγκρι που εξέλαβε κυριολεκτικά τον ισχυρισμό του Μαρξ ότι ο κομμουνισμός ήταν «η πραγματική κίνηση που καταργεί» με κυριολεκτικό τρόπο, αντιλαμβανόμενος πώς οι στιγμές του αγώνα ήταν επίσης στιγμές κοινωνίας, και άρα ήταν επίσης στιγμές αυτού που έρχεται.
Ο Νέγκρι που απορρίψαμε, με έναν εκνευρισμό που διατηρούμε μόνο για όσους αγαπάμε, ήταν ο Νέγκρι του σισύφειου κυνηγιού πίσω από το επόμενο συλλογικό υποκείμενο, την κάθε νέα υπόθεση που διαλυόταν σε καπνούς, η μία πίσω από την άλλη. Ήταν ο Νέγκρι που ισχυρίστηκε πως κάθε κοινωνική μόδα ήταν μια νέα έκφραση «αντίστασης», χωρίς ποτέ να εξηγεί γιατί ή πώς. Ήταν ο Νέγκρι που μετέτρεψε τον μετα-εργατισμό [post-operaismo] (3) σε αδιάφορη κοινωνιολογία. Ήταν ο Νέγκρι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Νέγκρι του παγκόσμιου ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, ο Νέγκρι της συντακτικής εξουσίας, ο Νέγκρι της δημοκρατίας, ο Νέγκρι της επιτάχυνσης κ.λπ.
Δεν υπάρχει, στην πραγματικότητα, αντίθεση μεταξύ του κουκουλοφόρου και του πολίτη Νέγκρι. Με το θάνατό του, πρέπει να παραδεχτούμε, με κάθε ειλικρίνεια, ότι μια τέτοια αντίθεση ήταν δική μας επινόηση. O Negri ήταν απόλυτα συνεπής. Η συνέχεια στη σκέψη του βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο η μπεκετική του αισιοδοξία (4) ήταν εγγενώς συνυφασμένη με το φιλοσοφικό και πολιτικό του έργο.
Όλα ξεκίνησαν με τη θρυλική κόκκινη παράγραφο του περιοδικού Classe operaia, την «κοπερνίκεια στροφή» του Tronti, τώρα πλέον μετουσιωμένη σε ψαλμό: «πρέπει να αντιστρέψουμε το πρόβλημα, να αλλάξουμε τα σύμβολα, να ξεκινήσουμε από την αρχή, και η αρχή είναι η ταξική πάλη». Ήταν οι αγώνες καθ’ αυτοί που είχαν αναγκάσει τους καπιταλιστές να δημιουργήσουν τον καπιταλισμό και οι πιο προωθημένες εκφράσεις τους ακόμα κατευθύνουν την καπιταλιστική ανάπτυξη. Η αγγλική μετάφραση της θεμελιώδους δήλωσης του Τρόντι, παρ’ όλα αυτά, πάντα ακουγόταν ελαφρώς περίεργη. Στο πρωτότυπο, διαβάζουμε lotta di classe operaia (αγώνες της εργατικής βιομηχανικής τάξης), όχι απλώς lotta di classe (αγώνες της τάξης). Η προτεραιότητα των αγώνων θεμελιωνόταν στη συγκεκριμένη κοινωνική οντότητα, που εκπροσωπούταν μάλλον από τη μεταπολεμική βιομηχανική εργατική τάξη παρά από την εργασία ως όλον. Ο αυθόρμητος και δημιουργικός ανταγωνισμός αυτής της βιομηχανικής εργατικής τάξης προερχόταν από μια μοναδική σύζευξη μεταξύ οικονομικής συμπερίληψης και πολιτικού αποκλεισμού, που πραγματικά απέκτησε νόημα μόνο εντός του κλειστού χώρου του εργοστασίου. Η πολιτική οντολογία του εργατισμού [operaismo] θεμελιώθηκε στη διαφορά μεταξύ των βιομηχανικών εργατών [operai] και της εργατικής τάξης ως τέτοιας.
Η οπτική του Νέγκρι στη θεωρία του Τρόντι για την προτεραιότητα των αγώνων έναντι του κεφαλαίου εξάλειψε αυτή τη διαφορά, μια χειρονομία που ήταν ταυτόχρονα μεγαλοφυής και καταραμένη. Η ουσία ενός τέτοιου ανταγωνισμού δεν ήταν κανενός είδους παραγωγική εργασία καθ’ αυτή, αλλά μάλλον οι πολύ ειδικές συνθήκες διαχωρισμού και αλλοτρίωσης, από τις οποίες υπέφεραν εκείνοι οι εργάτες (operai). Η επέκταση της καπιταλιστικής προσταγής επί της κοινωνικής αναπαραγωγής σήμαινε ότι ο διαχωρισμός και η αλλοτρίωση θα μπορούσαν πλέον να βρεθούν παντού.
Παρατηρώντας τη μετατόπιση, μέσω της οποίας ο ταξικός ανταγωνισμός εξαπλώθηκε από το εργοστάσιο στη μητρόπολη, ο Νέγκρι ανέπτυξε τα εννοιολογικά εργαλεία για να ονομάσει, να οπλίσει και να οργανώσει έναν τέτοιο διάχυτο ανταγωνισμό. Κάνοντας κάτι τέτοιο, ανέπτυξε μια θεωρία ενός κομμουνισμού, που ήταν άμεσος και εμμενής στους αγώνες καθ’ αυτούς. Ο κομμουνισμός δεν ήταν το τρόπαιο που περίμενε το ατελείωτο χαμαλίκι μέσα από τα ασυνάρτητα στάδια του διαλεκτικού υλισμού, ήταν ήδη εδώ, παρών στη βίαιη, ριζοσπαστική και συλλογική ευφυΐα, λαμβάνοντας χώρα εντός χιλιάδων πράξεων ανταγωνισμού, εξέγερσης και κομμουνιστικοποίησης
Η απόλυτη προτεραιότητα που ο Νέγκρι απέδιδε στους αγώνες έδινε ένα θετικό περιεχόμενο στην άρνηση της εργασίας. Πίσω από το σαμποτάζ στις εργοστασιακές εγκαταστάσεις και τη μητροπολιτική υπονόμευση υπήρχε μία προλεταριακή μορφή εργασίας που πάσχιζε να υλοποιηθεί. Αυτή η ιδέα θα διαμόρφωνε τη βάση της οντολογίας του Νέγκρι όλες τις επόμενες δεκαετίες. «Αυτο-αξιοποίηση» ήταν ένα από τα πρώτα ονόματά της, «πλήθος» ένα από τα τελευταία της (5).
Αυτός ο διάχυτος, σε ολόκληρη την κοινωνική σφαίρα, εργατικός ανταγωνισμός ήταν προφανής κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, όμως από τη στιγμή που ο ιταλικός μακρύς Μάης έληξε, μία τέτοια πρωτοκαθεδρία των αγώνων φαινόταν όλο και λιγότερο υπερασπίσιμη. Πώς θα μπορούσε το «θετικό περιεχόμενο» του Νέγκρι, έμφυτο στην προλεταριακή άρνηση της εργασίας, να εκφραστεί αφ’ εαυτό όταν αυτή η άρνηση της εργασίας δεν ήταν πλέον προφανής; Αν η μέθοδος του Νέγκρι ήταν να διατηρήσει μια κοινωνική, μη εδραζόμενη στο εργοστάσιο, πρωτοκαθεδρία των αγώνων, τότε έπρεπε να αναπτυχθεί μία ενδελεχής θεωρία της σύγχρονης κοινωνικής ζωής. Ο μετα-εργατισμός [post-operaismo] έφτασε να βλέπει κάθε μικρό σπασμό του κοινωνικού σώματος ως «αυτο-αξιοποίηση» και ως μία πιθανότητα «αντίστασης», χωρίς ποτέ να αναπτύξει επεξεργασμένα κριτήρια, μέσω των οποίων να αποτιμήσει έναν τέτοιο ισχυρισμό. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η «αντίσταση» να βρίσκεται παντού και πουθενά, συγχρόνως.
Οι επικριτές του Νέγκρι συχνά τον κατηγόρησαν πως δεν ήταν αρκετά διαλεκτικός. Οι λάτρεις του Νέγκρι –και ο Νέγκρι ο ίδιος– θα συμφωνούσαν ευχαρίστως. Αλλά αν μπορεί να κατηγορηθεί για κάτι, είναι ίσως πως ήταν υπερβολικά διαλεκτικός. Αν ο Τρόντι ήταν, με τα δικά του λόγια, πρώτα πολιτικός και μετά «στοχαστής», o Νέγκρι ήταν –περήφανα– πρώτα αγωνιστής και μόνο μετά φιλόσοφος. Ο Νέγκρι έγραψε για το «κίνημα», γνωρίζοντας ότι η ενασχόλησή του με αυτό το ζήτημα αποτελούσε, με ένα τρόπο, και μία μέθοδο συγκρότησής του. Δεν υπήρχε λογική θέση εξωτερική στην υποκειμενική κίνηση της εργατικής τάξης, στην κατάφαση του θετικού της περιεχομένου, κι επομένως η συνέπεια της εννοιολογικής εργασίας του Νέγκρι βρήκε τόσο το έδαφος όσο και την επιβεβαίωσή της, ακριβώς εντός των αγώνων καθ’ αυτών. Η «Αυτο-αξιοποίηση» και το «πλήθος» συνιστούσαν έγκυρες έννοιες ακριβώς στο βαθμό που η ιδέα του Νέγκρι για το τι συγκροτεί ένα κίνημα, έφτασε να αναγνωρίζει τον ίδιο της τον εαυτό εντός τους καθώς και εντός των πολιτικών διεργασιών που προϋποτίθονταν σε αυτές. Με άλλα λόγια, το «πλήθος» υπήρχε μόνο όταν πίστευε το ίδιο πως υπάρχει. Ανήκει στη φύση ενός τέτοιου «κινήματος» να προϋποθέτει τις ίδιες του τις υλικές και ιστορικές συνθήκες (κράτος και κεφάλαιο). Η θριαμβευτική ανταγωνιστικότητά του υπήρχε μόνο στο βαθμό που μοιραζόταν το ίδιο γήπεδο με την αντίπαλη ομάδα, αλλά αυτό πάει να πει ότι κάθε γκολ που σκόραρε σήμαινε και μια αποδοχή των κανόνων του παιχνιδιού. Γι’ αυτό ο Νέγκρι δεν υπήρξε ποτέ αναρχικός, ούτε ποτέ ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο, παρ’ ότι τα γραπτά του ήταν πάντα χρωματισμένα από μια ασαφή ελευθεριακότητα. Γι’ αυτόν, αντιλήψεις και ιδέες υπήρχαν μόνο όταν γίνονταν κίνημα· και το κίνημα υπήρχε μόνο όταν συναρθρωνόταν με τις απτές θεσμικές πραγματικότητες της περιόδου του – είτε το Κ.Κ. Ιταλίας, είτε την Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε το εργοστάσιο Mirafiori της Fiat, είτε τη νεοφιλελεύθερη επιχειρηματικότητα.
Ωστόσο, καθώς οι εξεγέρσεις έρχονταν και παρέροχνταν, η εσωτερική συνοχή κάθε στιγμής του «κινήματος» έμοιαζε να διαλύεται ακόμα περισσότερο. Ο Νεγκρισμός λειτούργησε με την προϋπόθεση ότι ο δυναμικός πυρήνας της σύγχρονης πολιτικής έγκειται στην ταλάντωση μεταξύ συντακτικών και συντεταγμένων μορφών. Αλλά, σήμερα, η εξουσία επικυρώνει τον εαυτό της μέσω της δυνατότητάς της να καταστρέφει, να αποδιαρθρώνει και να εκμηδενίζει το ίδιο το κοινωνικό της σώμα, μέσω της λιτότητας, του εξοστρακισμού ή του ανοιχτού πολέμου. Η ακεραιότητα κάθε θετικής επαναστατικής ουσίας μπορούσε να αντέξει μόνο τόσο όσο άντεχε και η συνταγματική διαλεκτική, ακόμα κι αν η διαρκής «συντακτική εξουσία» του Νέγκρι επιχείρησε να ανακόψει την πορεία της. Η ακλόνητη αισιοδοξία του Νέγκρι άρχισε να έχει ακόμα πιο πικρή γεύση, ως εάν η μόνη εναπομένουσα στρατηγική ήταν να επαναλαμβάνεις ένθερμα «νικάμε» σε πείσμα της εμφανούς ήττας. Η Αυτονομία, για τον Νέγκρι, υπήρξε ως τρόπος να απελευθερώσουμε το Κ.Κ.Ι. από την ορθοδοξία του και τον εφησυχασμό του, όχι ως τρόπος να το καταστρέψουμε. Αλλά η Ε.Ε. δεν είναι Κ.Κ. και το bitcoin δεν είναι το εργοστάσιο της Μιραφιόρι.
Ο Νέγκρι είχε δίκιο με έναν τρόπο που ελάχιστοι άλλοι θα είχαν ποτέ, δηλαδή με την επιμονή του ότι ο κομμουνισμός είναι πάντα και ήδη παρών. Η ζωή του ήταν, με τα δικά του λόγια, μια «κομμουνιστική ζωή». Το να ισχυρίζεσαι ότι μια ζωή είναι κομμουνιστική δεν σημαίνει να ισχυρίζεσαι ότι ο κομμουνισμός πραγματώθηκε στην ηθική ακεραιότητα των πράξεων και των επηρειών κάποιου ανθρώπου· ή να πιστεύεις ότι κάθε ξεχωριστή προσωπική ιστορία μπορεί να αντιστοιχεί στο νόημα του κομμουνισμού. Σημαίνει, αντίθετα, ότι κάποιος έχει διαλέξει να ζήσει εντός του διακυβεύματος του κομμουνισμού, εντός της μοναδικής και της συλλογικής του χαράς καθώς και των δοκιμασιών του. Ο θάνατος του Νέγκρι, μαζί με αυτόν του Τρόντι και άλλων, θέτει ένα ερώτημα περί της συνέχειας, ειδικά για εκείνους και εκείνες που, με τον έναν τρόπο ή τον άλλο, ανατράφηκαν εντός των κινηματικών παραδόσεων που βάσισαν πολλά σε αυτές τις επιβλητικές φιγούρες. Σε έναν κόσμο που προσφέρει λίγη ελπίδα, η θρυλική τους επιμονή είναι τόσο εμπνευσμένη όσο και βαρύ φορτίο. Ίσως ο μόνος ειλικρινής τρόπος για να παραμείνουμε πιστές σε αυτήν είναι να επιχειρήσουμε άλλη μια φορά, με τους δικούς μας όρους, τη ρήξη που ήταν εγγενής στη σκέψη τους. Είναι ακριβώς επειδή μπορούμε να λατρεύουμε την αισιοδοξία του Νέγκρι, που μπορούμε επίσης να προτείνουμε ότι, ακριβώς τώρα, το να ξεκινάμε από την αρχή ίσως έχει καταλήξει να σημαίνει να γυρίσουμε πίσω – πίσω στο ερώτημα του τι είναι μια κομμουνιστική ζωή.
Τόνι Νέγκρι (1933-2023)
Δημοσιεύτηκε στο Ill Will, την 1η Ιανουαρίου 2024, στα αγγλικά
Αναδημοσιεύτηκε: στο Weixin, στις 8 Ιανουαρίου 2024, στα κινέζικα
στο Lundimatin, στις 28 Ιανουαρίου 2024, στα γαλλικά
στο Punkto, στις 30 Ιανουαρίου 2024, στα πορτογαλικά
Για τη μετάφραση χρησιμοποιήθηκε το αγγλικό κείμενο
14.05.2024
Μετάφραση: Μανώλης Ψ. (Manolis Psi)
Επιμέλεια: συν-αχωμένο ποντικάκι
Σημειώσεις
1. Πρόκειται για τον τίτλο του τελευταίου τεύχους που εξέδωσε η οργάνωση Potere Operaio (αριθμός 50, 5ος χρόνος, Νοέμβριος 1973). Τη διάλυση της Potere Operaio ακολούθησε ο σχηματισμός του χώρου της Ιταλικής Αυτονομίας, ενός αστερισμού από οργανώσεις, συλλογικότητες, ομάδες και εγχειρήματα.
2. Η «ακριβής» μετάφραση του κειμένου, σε αυτό το σημείο, θα ήταν «[μ]εταμορφώνοντας την Εργατική Εξουσία σε Αυτονομία» (με italics). Ωστόσο, επιλέξαμε τη φράση «[στο] χώρο της Αυτονομίας», αν και φαίνεται ίσως να χάνει την ένταση της άμεσης δράσης ενός ριζικού μετασχηματισμού. Ο λόγος για τον οποίο την επιλέξαμε είναι πως, κατά τη γνώμη μας, η Αυτονομία δεν ήταν ένα πολιτικό υποκείμενο, αλλά ένα σύνολο ροών από γίγνεσθαι, ένα πλάνο σύστασης, στα οποία η Potere Operaio αυτο-διαλύθηκε. Κρίναμε πως ήταν σημαντικό να δείξουμε όχι μόνο την κοινωνική συνέχεια μιας ρήξης αλλά και την ιστορικο-πολιτική ρήξη μιας συνέχειας· το έμπρακτο, αν και αβέβαιο, πέρασμα από τη μορφή του πολιτικού υποκειμένου στη μορφή μιας πολιτικής μήτρας υποκειμενοποιήσεων. Από την άλλη, είχαμε στο μυαλό μας τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στην Ιταλική Αυτονομία στη Γαλλία κάποιες φορές: “l’ aire de l’ autonomie”, έναν τρόπο που κρατά αυτή ακριβώς την ασυμμετρία που περιγράψαμε
3. Με τον όρο post-operaismo περιγράφεται κατά βάση εκείνο το πολιτικο-φιλοσφικό ρεύμα που εκκινεί από την θεωρητική παρακαταθήκη και την εμπειρία των αγώνων της Ιταλικής Αυτονομίας της δεκαετίας του ‘70. Από τη δεκαετία του’80 και έπειτα, Ιταλοί αγωνιστές και φιλόσοφοι που εξαιτίας των πολιτικών διώξεων που υφίσταντο είχαν καταφύγει στη Γαλλία, ξεκινούν να θεωρητικοποιούν και να εισάγουν έννοιες όπως αυτές της άυλης και της συν-αισθηματικής (affective) εργασίας, με τις οποίες επιχειρούν να καταδείξουν πως τα όρια μεταξύ της διακριτής παραγωγικής σφαίρας και της ζωής έχουν καταλυθεί.
Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τον Mario Tronti που από πολλές και πολλούς θεωρείται «πατέρας του operaismo», το τέλος του εργατιστικού ρεύματος επέρχεται τη δεκατία του ’60, πράγμα που σημαίνει πως η έρευνα και οι πρακτικές του χώρου της Αυτονομίας που το διαδέχονται, το υπερβαίνουν και το μεταβολίζουν αντί να αποτελούν οργανική του συνέχεια: «Ο Ιταλικός operaismo της δεκαετίας του 1960 ξεκινά με τη γέννηση των Quaderni rossi [Κόκκινα Τετράδια] και σταματά με το τέλος της Classe Operaia [Εργατική Τάξη]. Τέλος της ιστορίας. Αυτό είναι το επιχείρημα. Ή διαφορετικά –si le grain ne meurt [αν ο σπόρος δε χάθηκε]– ο operaismo αναπαράγεται με άλλους τρόπους, επαν-ενασρκώνεται, μεταμορφώνεται, αλλοιώνεται και... χάνεται». Mario Tronti, ‘Our operaismo’, μτφρ. E. Chiari, στο New Left review, τχ. 73, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2012, σσ. 119-139.
4. Συνοψίζεται στη «σισύφεια» φράση του Beckett: «[μ]ες στη σιωπή δεν γνωρίζεις, πρέπει να συνεχίσεις, δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω».
5. Για τον κουκουλοφόρο Νέγκρι της «αυτο-αξιοποίησης», βλ. Αντόνιο Νέγκρι, «Κυριαρχία και Σαμποράζ», στο Αντόνιο Νέγκρι & Φέλιξ Γκουαταρί, Από το Κόκκινο στο Πράσινο, μτφρ. Γ. Καραμπελιάς, εκδόσεις Κομμούνα, Αθήνα, 1986. Για τον πολίτη Νέγκρι του «πλήθους», βλ. Michael Hardt & Antonio Negri, Αυτοκρατορία, μτφρ. Ν. Καλαϊτζής, εκδόσεις Scripta, Αθήνα, 2002