Ολοκληρώνουμε, με την παρουσίαση του 2ου μέρους, το εξαιρετικό κείμενο του Ian Alan Paul. Τους λόγους, αλλά και το πλαίσιο επιλογής αυτού του κειμένου, το οποίο προτείνουμε σαν συνοδευτικό ανάγνωσμα στην Κυβερνητική Υπόθεση, επιχείρησα να τους εξηγήσω στην παρουσίαση του 1ου μέρους. Σε αυτή την, ακόμα πιο σύντομη, εισαγωγή θα προσπαθήσω να εξηγήσω για ποιο λόγο θεωρώ το μέρος αυτό ακόμα πιο σημαντικό από το πρώτο, αν με κάποιο τρόπο υποθέταμε -τελείως αυθαίρετα - ότι το ίδιο το κείμενο μπορεί να χωριστεί σε δύο μέρη.
Στο πρώτο μέρος, η Frontex, η διαβόητη υπηρεσία ασφάλειας των συνόρων της Ε.Ε., μελετάται σύμφωνα ως αυτό που πραγματικά είναι: μια από τις πλέον εκλεπτυσμένες, θεαματικά επεξεργασμένες και οπλισμένες μορφές συνολικών μορφών διακυβέρνησης. Ώστε, έτσι, η ανάλυση της Frontex δε συνιστά απλώς τη μελέτη ενός επιμέρους, και με σχετικά ουδέτερες τεχνικές, μηχανισμού του πλέγματος άμυνας και ασφάλειας της Ευρώπης, αλλά την ανάδειξη ενός οργανικού μέρους της κυβερνητικής υπόθεσης που διέπει το σύνολο των κοινωνικών μας σχέσεων μαζί με τις προϋποθέσεις θωράκισης της κυρίαρχης εξουσίας έναντι του πλήθους των σωμάτων μας.
Στο δεύτερο μέρος, βλέπουμε αυτή την, φαινομενικά τέλεια, παραγωγή μιας “νέα(ς) πολιτική(ς) υποκειμένων, βασιζόμενη στην επικοινωνία και τη διαφάνεια” και τη μετατροπή της σε μια συνεπή συνάρθρωση λόγων ασφαλείας (security reasons), να κατακερματίζεται στα επιμέρους στοιχεία της και να εμφανίζεται ως κάτι άλλο, πολύ πιο κοντά στην ιστορική αλήθεια: ένα πεδίο μάχης, επισφαλές όχι μόνο για τους από κάτω αλλά και για τους από πάνω· όπου πλέον δεν εμφανίζεται η παντοδύναμη παρέλαση της δικαιϊκής μηχανής της κυριαρχίας, η ανίκητη ιστορία προόδου των τρόπων με τους οποίους μας διαμορφώνει. Βλέπουμε ταυτόχρονα κι ένα δείγμα των πρακτικών που υπονομεύουν, σαμποτάρουν, εξουδετερώνουν και καταστρέφουν διαρκώς πλευρές του διπλού δεσμού, του “μηχανισμού σφετερισμού”, της-κρίσης-και-του-ελέγχου.
Που θα μπορούσε να εμφανιστεί αυτή η δυνατότητα, αν όχι εκεί που διεξάγεται σήμερα ο πόλεμος της ίδιας της συγκρότησης των σύγχρονων υποκειμενοποιήσεων, η γιγάντια μάχη για τις μορφές ζωής του παρόντα και του μέλλοντος κόσμου; Που θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε τα εργαλεία που μετατρέπονται σε όπλα και τα όπλα που αδειάζουν σε εργαλεία, αν όχι εκεί που το έθνος, η φυλή, το φύλο και η τάξη, διαπλέκονται σε έναν θανάσιμο αγώνα ζωής και επιβίωσης; Όπως επιλέγουμε να αναζητήσουμε, μεταξύ άλλων, στις μετανάστριες και τους μετανάστες, στη χαοτική κατάρρευση ταυτοτήτων που θεωρούσαμε δεδομένες ως υπαρξιακές μας βεβαιότητες επί δεκαετίες αν όχι αιώνες, τις δυνατότητες απελευθέρωσης από την υπονόμευση της τριπλής συγκρότησης της κυριαρχίας (οικογένεια-αστική κοινωνία-κράτος), αντίστοιχα επιλέγουμε να αναζητήσουμε στις πρακτικές τους ενάντια στις μορφές ελέγχου τους τις δυνατότητες καταστροφής ενός ολόκληρου υποδείγματος διακυβέρνησης. Η ίδια η πρακτική μας εμπειρία, αν θέλουμε να την ενστερνιστούμε, περιέχει τέτοιες στιγμές, που βρίσκονται διαρκώς μπροστά μας.
Όπως γράφει και ο ίδιος ο Ian Alan Paul “σίγουρα η […] χαρτογράφηση των επιχειρήσεων της εξουσίας είναι απαραίτητη”, όμως “ένα τέτοιο εγχείρημα ενέχει τον κίνδυνο να βαθύνει μια αίσθηση ανημποριάς και υποταγής αν αποτύχει να προτείνει τρόπους με τους η εξουσία μπορεί, αν όχι να αναιρεθεί εντελώς, έστω να της αντισταθούμε, να την αποτρέψουμε ή να της διαφύγουμε”. Αν η πολιτική ξεκινά ακριβώς τη στιγμή που γινόμαστε ακυβέρνητες/οι, τότε το δεύτερο μέρος του κειμένου είναι σημαντικό ακριβώς γι’ αυτό το λόγο. Γιατί μπορεί να διαβαστεί σαν “απόπειρα να συνεισφέρει, έστω ελάχιστα, στο ατέρμονο συλλογικό εγχείρημα της αποκαθήλωσης της εξουσίας οπουδήποτε υπάρχει”. Αν κάτι χρειαζόμαστε σήμερα, θα τολμούσαμε να πούμε ότι είναι ακριβώς αυτό.
Καλή ανάγνωση.
12 Ιουνίου 2023
Μανώλης Ψ. (Manolis Psi)
Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ, Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ
Η ευρωπαϊκή μεταναστευτική κρίση ήταν τόσο μια κρίση του ελέγχου, κατά την οποία οι συνοριακοί έλεγχοι απέτυχαν -φαινομενικά- να εμποδίσουν τους/τις μετανάστ(ρι)ες να εισέλθουν στην Ευρώπη, όσο ακριβώς και μια κρίση προς έλεγχο9, ένα ιστορικό αντικείμενο για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων ελέγχου. Υπό αυτή την έννοια, το δίδυμο κρίση-έλεγχος λειτούργησε ως κομμάτι ευρύτερου υπολογισμού της κυβερνητικής, η οποία εξαπλώνεται μαζικά και με ποικίλους τρόπους σε πλανητική κλίμακα. Για να μπορεί να είναι η κυβερνητική ο κύριος λογικός μηχανισμός της σημερινής διακυβέρνησης, η κοινωνία καθ’ αυτή δεν πρέπει να κατανοεί τον εαυτό της σαν να βρίσκεται σε μια ιδεατή πορεία προόδου αλλά σαν να κατακρημνίζεται αενάως σε νέα βάθη κρίσης. Αυτή η κατανόηση του κόσμου σα να είναι θεμελιωδώς σε κρίση είναι αποτέλεσμα της τεχνικής και επιστημολογικής δομής της κυβερνητικής. Σύμφωνα με αυτή, ο κόσμος προσεγγίζεται σαν να έχει την ανάγκη μιας ατέλειωτης επιδιόρθωσης, επειδή εκλαμβάνεται κυριολεκτικά σα να τίθεται τόσο εκτός ελέγχου όσο περισσότεροι μηχανισμοί ελέγχου εφαρμόζονται.
Όσο περισσότερη επικοινωνία καθιερώνεται εντός των κυβερνητικών συστημάτων, τόσο περισσότερη απροσδιοριστία ανιχνεύεται, και όσο η ανιχνεύσιμη απροσδιοριστία αυξάνεται, τόσο εντονότερα αναδύεται η ανάγκη για επικοινωνία και έλεγχο. Τούτη η ανάλογη σχέση, μεταξύ της παραγωγής γνώσης στα κυβερνητικά συστήματα και της ανάγκης για επιβολή ελέγχων σχετικών με αυτή τη γνώση, λειτουργεί ως συνδετική σύμπραξη μεταξύ ελέγχου και κρίσης γενικότερα, ένα επιστημολογικό και πολιτικό κύκλωμα ανατροφοδότησης, στο πλαίσιο του οποίου η αύξηση του ενός μεγεθύνει και πολλαπλασιάζει την επείγουσα ανάγκη για το άλλο. Ο έλεγχος και η κρίση λειτουργούν μαζί, ως μία μοναδική δομή εξουσίας, η οποία ενδιαφέρεται για τη διαχείριση των κρίσεων τόσο, όσο επενδύει στη διατήρησή τους, αναδυόμενη συγχρόνως ως μια συναρμογή τεχνολογιών, υποδομών και πολιτικών που αλληλοενισχύονται, αλληλοαναπαράγονται και αλληλοσυντηρούνται.
Κεντρικό ρόλο για την ουσιαστική κατανόηση της μεταναστευτικής κρίσης έχει η ανάλυση των τρόπων με τους οποίους η κρίση αυτή αναδύθηκε από κοινού και σε σχέση10 με τους τρόπους που τέθηκε υπό έλεγχο, ακριβώς όπως ο έλεγχος αναδύθηκε μέσα από τον απόηχο της δικής του κρίσης (50). Η συλλογή και η αισθητικοποιημένη κυκλοφορία των δεδομένων που προέκυψαν από τη μεταναστευτική κρίση του 2015-2016, αποδείχθηκαν ιδιαίτερα παραγωγικές για τη Frontex και έδωσαν τη δυνατότητα για ουσιαστική επέκταση των υποδομών και των επιχειρήσεών της (51). Το 2015, κατά την υποτιθέμενη κορύφωση της μεταναστευτικής κρίσης, η Frontex ανέφερε πως μια "άνευ προηγουμένου εισροή ανθρώπων" (αριθμώντας 710.000) είχε εισέλθει στην Ε.Ε. χωρίς τα κατάλληλα έγγραφα, σημειώνοντας αύξηση κατά 428.000 σε σχέση με το προηγούμενο έτος (52). Ενώ αποτελεί αδιαμφισβήτητη αλήθεια πως ο αριθμός των καταγεγραμμένων μεταναστών αυξήθηκε εκείνη την περίοδο λόγω της εξεγερτικής δραστηριότητας και των επακόλουθων ενόπλων συρράξεων που εξελίσσονταν στη Μέση Ανατολή την ίδια ακριβώς περίοδο, αυτό που είναι σημαντικό με την συγκεκριμένη αναφορά είναι πως ο αριθμός των μεταναστών που εντοπίστηκαν χρησιμοποιήθηκε από τη Frontex για να περιγράψει τον αριθμό των μεταναστών που εισήλθαν στην Ε.Ε. χωρίς άδεια· μια ανεπαίσθητη, αλλά με καθοριστική σημασία, διάκριση με συνακόλουθες πολιτικές συνέπειες.
Λόγω του πολλαπλασιασμού των ελέγχων στα ευρωπαϊκά σύνορα, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι ένας και μόνο μετανάστης μπορεί να εντοπιστεί πολλές φορές από τo διάσπαρτα οργανωμένο δίκτυο ποικίλων συστημάτων παρακολούθησης και δυνάμεων ασφαλείας. Αφού ο δημοσιογράφος Nando Sigona κατέθεσε ερώτηση σχετικά με τις πηγές των σχετικών αριθμών, η Frontex προσέθεσε μια διευκρίνηση στο τέλος της έκθεσής της, σύμφωνα με την οποία:
“Η Frontex παρέχει μηνιαίως δεδομένα για τον αριθμό των εντοπιζόμενων στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ. Ασυνήθιστες απόπειρες διέλευσης των συνόρων μπορούν να πραγματοποιηθούν από τον ίδιο άνθρωπο πολλές φορές, σε διαφορετικές τοποθεσίες των εξωτερικών συνόρων. Αυτό σημαίνει ότι, μεγάλος αριθμός ανθρώπων που καταμετρήθηκαν με την άφιξή τους στην Ελλάδα, επανα-καταμετρήθηκαν όταν εισήλθαν στην ΕΕ για δεύτερη φορά, μέσω Ουγγαρίας ή Κροατίας.” (53)
Ακόμα και με τη διευκρίνηση, όμως, που φάνηκε να θέτει υπό αμφισβήτηση την "άνευ προηγουμένου εισροή", η έκθεση είχε, παρ' όλα αυτά, ακριβώς την ίδια επιτυχία, υπερβάλλοντας στην παρουσίαση της κρίσης: η κατάσταση είναι εξαιρετική, κι έτσι χρειάζεται αντίστοιχη εξαιρετική αύξηση των μέτρων ελέγχου. Όπως ισχυρίζεται ο διευθυντής της Frontex, Fabrice Leggeri, περίπου στο μέσο της έκθεσης:
“Χρειάζεται επείγουσα βοήθεια, ιδιαίτερα στην Ελλάδα και την Ιταλία, στην ταυτοποίηση και καταγραφή των νεοαφιχθέντων. Νωρίτερα σε αυτό το μήνα, αιτήθηκα στις χώρες-μέλη της ΕΕ να συνδράμουν τη Frontex με επιπλέον συνοριοφύλακες, που μπορούν να βοηθήσουν τις δύο αυτές χώρες στην αντιμετώπιση τέτοιων άνευ προηγουμένου ροών. Ελπίζω η συνεισφορά τους να είναι ικανοποιητική και να δείξει το πραγματικό πνεύμα της Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης.”
Εννοείται ότι ο "άνευ προηγουμένου" χαρακτήρας των ροών, εδώ, είναι ύποπτος, ειδικά αν σκεφτούμε ότι η Ευρώπη του 20ου αιώνα αναδιαμορφώθηκε από πολύ μεγαλύτερες μαζικές μεταναστεύσεις, τόσο αυτές που προκλήθηκαν από δύο παγκοσμίους πολέμους όσο και αυτές που σχετίζονταν με την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία. Το “άνευ προηγουμένου” πλαίσιο δεν είχε στόχο να λειτουργήσει περιγραφικά, αλλά μάλλον να συγκροτήσει ένα άνευ προηγουμένου (δηλαδή άνευ παρελθόντος) παρόν, μια κατάσταση για την οποία δεν μπορούμε να προγραμματίσουμε αλλά, αναμφίβολα, μπορούμε να την ελέγξουμε.
Η έκκληση του Leggeri για “ευρωπαϊκή αλληλεγγύη” επισημοποιήθηκε και διευρύνθηκε αργότερα, στην Έκθεση Ανάλυσης Κινδύνου (Risk Analysis Report) του 2016 (που γράφτηκε το 2015) της Frontex. Η έκθεση πρότεινε την ίδρυση του Κέντρου Ανάλυσης Κινδύνου της Frontex (Frontex Risk Analysis Centre), ενός δικτύου διαμοιρασμού πληροφοριών εντός της ΕΕ, καθώς και την αύξηση προσωπικού και χρηματοδότησης για επαρκή απόκριση στην “άνευ προηγουμένου” κρίση. Αποκρινόμενη, από τα τέλη του 2015, η Κομισιόν εισήγαγε νέους κανονισμούς, ιδρύοντας τον “Οργανισμό Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής” (European Border and Coastguard Agency), που αντικατέστησε την προηγούμενη υπόσταση της Frontex, με τη μορφή της "Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα" (European Agency for the Management of Operational Cooperation at the External Borders) (54). Μαζί με την αλλαγή του ονόματος, ήρθε και μια τεράστια επέκταση στο εύρος των αρμοδιοτήτων της Frontex, η οποία έφτασε να περιλαμβάνει πλέον το "δικαίωμα επέμβασης", επιτρέποντας την ανάπτυξη των δυνάμεων ασφαλείας της δίπλα στις εκάστοτε εθνικές αρχές, την ίδρυση του "Κέντρου Ανάλυσης Κινδύνου", που θα διευκόλυνε την κυκλοφορία και την συγκέντρωση δεδομένων σχετικών με τη μετανάστευση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, και το σχηματισμό των "Ευρωπαϊκών Ομάδων Επαναπροώθησης" (European Return Intervention Teams), που θα βοηθούσε τα κράτη-μέλη της ΕΕ με τις απελάσεις "παράτυπων" μεταναστών (55). Τελικά, η μεταναστευτική κρίση δε λειτούργησε επ’ ουδενί ως μια κρίση του ελέγχου, αλλά μάλλον ως ένας δραματικός πολλαπλασιασμός του, που αύξησε επ’ αόριστον την ένταση και το πεδίο όλων των ειδών των επιχειρήσεων της Frontex.
Αφού ιδρύθηκε η “Οργανισμός Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής”, υιοθετήθηκαν διάφορα μέτρα για την περαιτέρω ρύθμιση, αστυνόμευση και έλεγχο της μετανάστευσης ως κομμάτια μιας ευρύτερης, κυβερνητικής οργάνωσης της εξουσίας. Ακολουθώντας την κρίση του 2015-16, η Frontex προχώρησε στην επέκταση των γεωγραφικών της ορίων μέσα από την καθιέρωση "θυλάκων ανάλυσης κινδύνου" κατά μήκος της Αφρικής σαν μιας ευρύτερης στρατηγικής εξωτερίκευσης των συνόρων της, επεκτείνοντας τον έλεγχο και τις ανιχνευτικές της ικανότητές πολύ πέραν της ευρωπαϊκής ηπείρου (56). Αυτοί οι θύλακες ανάλυσης κινδύνου "αναλύουν στρατηγικά δεδομένα σχετικά με το διασυνοριακό έγκλημα σε διάφορα αφρικανικά έθνη-κράτη και στηρίζουν τις τοπικές αρχές που εμπλέκονται στη διαχείριση των συνόρων", επιβάλλοντας έτσι την κυβερνητική λογική ελέγχου των συνόρων της Frontex με απεδαφικοποιημένο και νεοαποικιακό τρόπο σε όλη την Αφρική. Συνάγοντας από τις θέσεις των Fred Moten και Stefano Harney, μπορούμε να σκεφτούμε τους θύλακες ανάλυσης κινδύνου ως μια στρατριωτικοποιημένη επίθεση της Ευρώπης απέναντι στο περιβάλλον (της), ως εγκαθίδρυση οχυρωμένων αποικιών, που -με την ίδια ταυτόχρονη χειρονομία- αναπαράγει τη φαντασίωση του εχθρικού περιβάλλοντός της (57). Συνάγοντας από τις θέσεις του Achille Mbembe, οι θύλακες ανάλυσης κινδύνου μπορούν εξίσου να είναι το νεκροπολιτικό θεμελιώδες κομμάτι μιας ευρωπαϊκής πολεμικής μηχανής· μια μορφή κρατικής εξουσίας αποσυνδεδεμένη από γεωγραφικούς περιορισμούς, φτιαγμένη να είναι "πολύμορφη και διάχυτη", μια στρατιωτικοποιημένη και ευκίνητη κυβερνητική δύναμη που έχει παράδοξα αιχμαλωτιστεί από την κυριαρχία ώστε η ίδια να μπορεί να υπερβεί τα τυπικά της όρια (58). Τα μέτρα αυτά, συμπληρωματικά με άλλα προγράμματα επέκτασης των συνόρων, στη Μεσόγειο, την Τουρκία και αλλού, μετατοπίζουν τα γεωγραφικά σύνορα της ΕΕ, από καθορισμένους τόπους σημείων σε φασματικές εκφράσεις διαμέσου πολλών δυναμικών ζωνών ελέγχου ταυτόχρονα. Σαν μια αδιάσπαστη προέκταση της ευρωπαϊκής αποικιακής ιστορίας, η εξάσκηση της ευρωπαϊκής ισχύος σε περιοχές που η ίδια κατέστησε “εξωτερικές”, επανενσαρκώνεται πλέον υλικά δια της κυβερνητικής.
Ως τυπική κλιμάκωση όλων αυτών των μετασχηματισμών, μια πειραματική τεχνολογία ελέγχου των συνόρων, το iBorderCtrl που αυτοματοποιεί κάποιους από τους μεταναστευτικούς ελέγχους στα επίσημα σημεία διέλευσης, τίθεται τώρα σε πιλοτική εφαρμογή στην Ελλάδα, την Ουγγαρίας και τη Λετονία. Μέσα από τεχνολογίες αναγνώρισης της έκφρασης και αλγόριθμους μηχανικής μάθησης, οι μετανάστες που υποβάλλονται στο πρόγραμμα "χρησιμοποιούν μια online εφαρμογή για να ανεβάσουν φωτογραφίες των διαβατηρίων τους, πιστωτικών καρτών και απόδειξης των πηγών εσόδων τους, ύστερα χρησιμοποιούν κάμερα (webcam) για να απαντήσουν σε ερωτήσεις από έναν ψηφιακά κατασκευασμένο συνοριοφύλακα, εξατομικευμένο σύμφωνα με το φύλο, την εθνικότητα και τη γλώσσα των συνεντευξιαζόμενων (59). Στη συνέχεια το σύστημα αναλύει "μικροεκφράσεις", ώστε να καθορίσει εάν μπορεί να επιτραπεί στον/στην εκάστοτε μετανάστη/τρια η διέλευση των συνόρων μέσω των τυπικών διαδικασιών ασφαλείας ή αν απαιτείται εφαρμογή επιπρόσθετων επιπέδων ασφάλειας, από τους ανθρώπους των συνοριακών φρουρών (60).
Η ενσάρκωση της κυβερνητικής διατρέχει ευρείες κλίμακες, με πολλά διακριτά και διαλειτουργικά επίπεδα επικοινωνίας κι ελέγχου που συνυπάρχουν σε ενσωματωμένες ρυθμιστικές ιεραρχίες. Ενώ η Frontex φαίνεται να έχει μια συγκεκριμένη κυβερνητική συσχέτιση με τα κράτη μέλη, όπως προκύπτει από την κυκλοφορία δεδομένων και την επακόλουθη αναδιοργάνωση των πόρων ασφάλειας των συνόρων, το iBorderCtrl είναι ένα παράδειγμα κυβερνητικής διαδικασίας στην κλίμακα του υποκειμένου. Κατά τη διάδραση των μεταναστ(ρι)ών με την εφαρμογή, οι καταχωρήσεις των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους (φύλο, εθνικότητα, γλώσσα κλπ) διαμορφώνουν το αποτελέσματα του συστήματος (ερωτήσεις, κινούμενες ψηφιακές εικόνες), το οποίο με τη σειρά του προκαλεί μια νέα εκφραστική αντίδραση στο υποκείμενο· αυτή επιστρέφεται και αναλύεται από τη μηχανή, πυροδοτώντας ακόμα περισσότερες αλγοριθμικές προσαρμογές στα συστήματα επικοινωνίας και ελέγχου της Frontex. Εδώ, η κυβερνητική έκφραση της εξουσίας είναι τρομακτικά οικεία. Δεν υπάρχει μια μοναδική δομή εξουσίας που επιβάλλεται ομοιόμορφα σε ένα πληθυσμό, εδώ, αλλά μάλλον για μια αλγοριθμική πολλαπλότητα αποκλειστικά προσαρμοσμένων διαμορφώσεων που εκτελούνται κατά περίπτωση μα και διαφορικά σε σχέση με κάθε μεμονωμένο υποκείμενο.
Όσο τα κυβερνητικά συστήματα τείνουν να ενσωματώνονται τεχνικά σε όλο και μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, τόσο η κρίση θα μετατρέπεται από συμβάν σε μόνιμη συνθήκη του παρόντος. Όσο η κρίση θα χρησιμοποιείται στο δημόσιο λόγο, τεχνικά και πολιτικά ως μέσο για την επιβολή όλο και περισσότερων ελέγχων, και όσο περισσότερο οι έλεγχοι επιτείνουν επιστημολογικά την εμφάνιση διάφορων κρίσεων, τόσο η κρίση όσο και ο έλεγχος θα οξύνονται. Όπως σημειώνει η Haraway, “ο μόνος τρόπος να προσδιορίσουμε τη φύση της πληροφορικής της κυριαρχίας είναι ως τεράστια όξυνση της ανασφάλειας”, στο πλαίσιο της οποίας όλη η ζωή μετατρέπεται απλώς σε μια ακόμα ασταθή εισροή για ένα ευρύτερο σύστημα, που τελικά είναι προσανατολισμένο μόνο προς την αναπαραγωγή του (61). Στις κοινωνίες του ελέγχου, η κρίση λειτουργεί κυρίως ως συγκείμενο για τεχνικές διακυβέρνησης και μορφές της εξουσίας που ορίζονται από τον εντεινόμενο έλεγχο της ανασφάλειας και την εντεινόμενη ανασφάλεια του ελέγχου.
Τελικά, το κυβερνητικό project της Frontex μπορεί ίσως να κατανοηθεί καλύτερα, με την ανάλυση μιας λέξης που η ίδια η Frontex απολαμβάνει να χρησιμοποιεί συχνά: κίνδυνος. Ο κίνδυνος είναι μια επιστημολογική αλλά και πολιτική έννοια διαμορφωμένη από μια στοχαστική (πιθανολογική) κοσμοθεωρία, που κατανοεί τα πάντα με τους όρους των πιθανοτήτων τους. Ο κίνδυνος καθιστά δυνατή μια μορφή σκέψης που αγκαλιάζει την αβεβαιότητα ώστε να μπορεί να στοχαστεί σε σχέση με αυτή. Μια μορφή που αναμένει κάθε διαφορετικό μέλλον, ώστε να ασκηθεί καλύτερος έλεγχος σε όλα, προληπτικά, πριν από κάθε πιθανή έκβασή τους. Ο κίνδυνος γίνεται αντικείμενο ανάλυσης, από την οποία αλγοριθμικές διαδικασίες δύνανται να προσομοιώσουν, να προβάλλουν και να προβλέψουν μελλοντικές τάσεις βάσει προηγούμενων συλλογών δεδομένων. Έτσι παράγονται οπτικοποιημένα μέλλοντα που μπορούν να επιδράσουν μέσω της κυβερνητικής στο παρόν. Η επικοινωνία είναι το κεντρικό μέσο που επιστρατεύει η κυβερνητική για να χαλιναγωγήσει την αβεβαιότητα, μιας και όσο περισσότερη επικοινωνία υπάρχει τόση περισσότερη ανατροφοδότηση μπορεί να παραχθεί. Υπό αυτή την έννοια, ο κίνδυνος αντί να είναι κάτι που πρέπει να ελαχιστοποιηθεί, είναι περισσότερο ένα παραγωγικό στοιχείο, εντός της επικοινωνίας και του ελέγχου.
Και τι είναι η κρίση, στην τελική, αν όχι η συνεχής κλιμάκωση του κινδύνου; Όπως ένα μικρόφωνο μπορεί να μικροφωνίσει, πολλαπλασιάζοντας τον περιβάλλοντα ήχο σε στριγγλιές ανυπόφορες για το αυτί, έτσι και η παγκόσμια εδραίωση του ελέγχου εμπεριέχει οντολογικά έναν αντίστοιχο πολλαπλασιασμό του κινδύνου. Με αυτό τον τρόπο, ο έλεγχος δεν λειτουργεί μόνο για να ελαχιστοποιήσει την απόσταση μεταξύ εισροών και εκροών σε ένα αρνητικό κύκλωμα ανατροφοδότησης που στοχεύει στη σταθεροποίηση των ευρωπαϊκών σχεδίων τιτλοποιήσεων και κυβερνητικής σταθερότητας, αλλά μπορεί επίσης να προκαλέσει τη μεγέθυνση και ενίσχυση συγκεκριμένων σημάτων, ώστε να επεκτείνει το πεδίο όσων χρειάζονται έλεγχο. Παρότι για πολύ καιρό θεωρούνταν αντίθετη με τις κυβερνητικές μεθόδους ελέγχου, η θετική ανατροφοδότηση, στρατηγικά κατανεμημένη και διαφορικά ασκούμενη σε κάθε κοινωνικό πεδίο, γίνεται έτσι κεντρική στην παραγωγή του κινδύνου. Και, ως εκ τούτου, γίνεται βασική επέκταση των τεχνικών της εξουσίας, τόσο της φιλελεύθερης όσο και της κυβερνητικής (62). Στην ΕΕ, όσο η Frontex οργανώνει την παραγωγή όλο και μεγαλύτερων όγκων δεδομένων σχετικών με τους μετανάστες, και όσο τα δεδομένα αυτά θα κυκλοφορούν σε όλο και πιο πολλούς κόμβους επικοινωνίας, τόσο η κρίση θα πολλαπλασιάζεται και θα εμμένει, σαν κρίσιμο δομικό στοιχείο του παρόντος, δημιουργώντας τις συνθήκες για διαρκώς επεκτεινόμενο και έντατικοποιημένο έλεγχο. Από εδώ και στο εξής, η μονή ερώτηση άξια νοήματος είναι: Τι μπορεί να τινάξει στον αέρα την κυβερνητική ανατροφοδότηση αποθήκευσης, κυκλοφορίας και ελέγχου;
ΟΙ ΕΚΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ
Τι είναι ανεξέλεγκτο, σήμερα; Ποιο είναι το υπόλειμμα του ελέγχου, τι διαφεύγει και ξεγλιστρά από αυτόν, τι απειλεί να τον αναιρέσει πλήρως; Με άλλα λόγια, τι είναι εκτός ελέγχου, αναδυόμενο από αυτόν και ταυτόχρονα κινητοποιημένο ενάντια στην καθολική εδραίωσή του; Η Haraway, ο Deleuze και οι Tiqqun, προτείνουν πιθανούς δρόμους που συνηχούν μεταξύ τους, με τρόπο ενδιαφέροντα και παραγωγικό, και βοηθούν στην περιγραφή ενός πλαισίου πρακτικών που αναδύονται ενάντια στον έλεγχο στην Ε.Ε. Οι επόμενες σελίδες είναι προσανατολισμένες βάσει της κατανόησης ότι η αντίσταση ενάντια στον έλεγχο είναι μια θεμελιωδώς ανοιχτή υπόθεση, μιας και αν γνωρίζαμε τι αναιρεί τον έλεγχο, ο έλεγχος θα είχε ήδη αναιρεθεί. Επομένως, ό,τι ακολουθεί δεν πρέπει να εκληφθεί ως κανονιστική ή διεξοδική πρόταση, αλλά μάλλον ως ένα μέσο διερεύνησης των ορίων της αντίστασης και της εξέγερσης. Σχετικά, η πλειοψηφία των περιπτώσεων που παραθέτω σε αυτό το τμήμα αφορούν τις πρακτικές των ίδιων των μεταναστών, όχι για να τους φετιχοποιήσω ούτε για να τους ρομαντικοποιήσω, αλλά γιατί, όπως ο Μπαρούχ Σπινόζα διορατικά πίστευε, αυτοί που επηρεάζονται πιο πολύ από την εξουσία έχουν την πιο κοντινή και βαθιά γνώση των επιχειρήσεων και των δυνάμεων της. Ως τέτοια, η επιλογή να δώσω έμφαση στις αντιστάσεις και εξεγέρσεις των μεταναστών έχει ως στόχο να βοηθήσει στον πολλαπλασιασμό νέων ευκαιριών για την υιοθέτηση αυτών των πρακτικών καθώς επίσης και σε δράσεις αλληλεγγύης προς αυτές.
Στο έργο της, η Haraway υιοθετεί τη φιγούρα του cyborg, μια, συγκεκριμένη υβριδοποίηση του βιολογικού και του τεχνικού, την οποία κατανοεί ως πιθανό φορέα διατάραξης και υπονόμευσης της πληροφορικής της κυριαρχίας. Όπως περιγράφει, η cyborg πολιτική επικεντρώνεται στον “αγώνα ενάντια στην επικοινωνία των κυβερνητικών συστημάτων, ενάντια στον ένα και μοναδικό κώδικα που μεταφράζει όλα τα νοήματα τέλεια […] επιμένει στο θόρυβο, κα προάγει τη μόλυνση” (63). Η θέση αυτή, προσανατολίζεται ενάντια στην επικοινωνία των κυβερνητικών συστημάτων, ενάντια στη διαφάνεια και την κενότητα της κυβερνητικού υποκειμενικότητας, ενάντια στον ολοκληρωτικό κώδικα των υπολογιστικών αριθμών· στην αντίσταση στην κυβερνητική, αναδυόμενη τόσο μέσα από τη δομή της όσο και ενάντια σε αυτήν. Δεν πρόκειται για μια σύλληψη της αντίστασης ως δημιουργίας μιας εξωτερικότητας ή διαφυγής, αλλά μάλλον για την σύγκρουση με την κυβερνητική μορφή, ως πεδίο πολιτικού ανταγωνισμού, δομημένου εντός της ίδιας. Αργότερα, η Haraway επεκτείνει τη σκέψη της: “Βεβαίως, το βασικό πρόβλημα με τα cyborg έγκειται στο γεγονός ότι είναι νόθα τέκνα του μιλιταρισμού και του πατριαρχικού καπιταλισμού – για να μην αναφερθώ στον κρατικό σοσιαλισμό. Όμως τα μπάσταρδα σπάνια μένουν πιστά στην καταγωγή τους. Σε τελική ανάλυση, οι πατεράδες τους είναι άχρηστοι” (64). Εδώ, η κρίση της κυβερνητικής, που εκφράζεται πλέον παντού, στην οικογένεια, την οικονομία, το στρατό, είναι ταυτόχρονα η συνθήκη της πιθανότητας ανάδυσης άπιστων υποκειμένων που μπορούν να γίνουν ασύμμετρα προς τη λογική της κυβερνητικής ανατροφοδότησης που τα παρήγαγε.
Οικοδομώντας πάνω σε αυτές τις ιδέες, στο τελευταίο κεφάλαιο του The Cybernetic Hypothesis οι Tiqqun, σχηματοποιούν μια αλληλουχία μέτρων, τα οποία πιστεύουν ότι μπορούν αν συμβάλουν προς την κατάργηση της κυβερνητικής εξουσίας. Προς την κατεύθυνση φθοράς της επικοινωνίας, γράφουν ότι η "παρεμβολή είναι ο πρώτος φορέας της εξέγερσης" και ότι η "ομίχλη καθιστά την εξέγερση πιθανή", αντηχώντας προφανώς το θόρυβο και την ηθική μόλυνση της Haraway (65). Παρακάτω, συνεχίζουν επεκτείνοντας τη σκέψη ότι "η ομίχλη είναι ζωτικής σημασίας απάντηση στην επιτακτικότητα της διαύγειας και της διαφάνειας, το πρώτο αποτύπωμα της αυτοκρατορίας στα σώματα" κι έπειτα μνημονεύουν τη θέση του Ντελέζ πως "το σημαντικό ίσως είναι να δημιουργήσουμε κενοτόπια μη επικοινωνίας, διακόπτες που ξεφεύγουν από τον έλεγχο" (66). Για τους Tiqqun, όλες οι παρακάτω στρατηγικές είναι πιθανές:
"ιδρύοντας μια ζώνη αδιαφάνειας, όπου οι άνθρωποι θα μπορούν να κυκλοφορούν και να πειραματίζονται χωρίς να φέρουν την ροή πληροφορίας της Αυτοκρατορίας […] παράγοντας ‘ανώνυμες μοναδικότητες’, ανασυστήνοντας τις συνθήκες μιας πιθανής εμπειρίας που δεν θα ισοπεδώνεται διαρκώς από μια δυαδική μηχανή, η οποία θα της αναθέτει ένα νόημα ή μια κατεύθυνση." (67)
Τόσο οι Tiqqun όσο και ο Deleuze τοποθετούν την πιθανότητα αντίστασης ενάντια στην κυβερνητική και τον έλεγχο σε μορφές αδιαφάνειας και μη-επικοινωνίας που ενισχύουν τον θόρυβο και παρεμβαίνουν ή διακόπτουν τις ροές πληροφορίας. Μόνο μέσα από αυτό γίνεται δυνατή μια άλλη μορφή ζωής, ένα άλλο είδος εμπειρίας, που ίσως καταφέρει να σβήσει και να σιγήσει την κυβερνητική οργάνωση της εξουσίας.
Στην Ευρώπη, υπάρχουν ήδη σε κίνηση πολλές πρακτικές, που υιοθετούν έναν παρόμοιο προσανατολισμό ενάντια στον κυβερνητικό έλεγχο και μπορούν να λειτουργήσουν ως μοντέλα για την εξέγερση και την αντίσταση του μέλλοντος. Ωστόσο, πριν να αναφέρουμε μερικές, θα είχε νόημα να υπογραμμίσουμε γιατί μια συγκεκριμένη προσπάθεια δεν λειτούργησε και τι θα μπορούσε αυτό να μας πει για άλλες μορφές αντίστασης. Η ψήφιση του Ευρωπαϊκού Κανονισμού Προστασίας Γενικών Δεδομένων (GDPR) το 2016 (ξεκίνησε να εφαρμόζεται το 2018) θεμελίωσε μια σειρά δικαιωμάτων σχετικά με την συλλογή και την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Ο νόμος παραχωρεί στα “ψηφιακά υποκείμενα” εντός της ΕΕ, τη δυνατότητα να ζητήσουν αντίγραφα των δεδομένων που συλλέγονται για αυτά, το δικαίωμα να τα καταστήσουν ανώνυμα και το δικαίωμα να τα διαγράψουν από τους servers ενός οργανισμού αναιρώντας τη συναίνεσή τους· ή αλλιώς, το “δικαίωμα να (μπορείς να) ξεχαστείς (68). Αντιλαμβανόμαστε καλύτερα τον GDPR σαν φιλελεύθερη απάντηση στην κυβερνητική εξουσία, μια μορφή νομικής δράσης με πρόθεση να προστατέψει το φιλελεύθερο άτομο από τις υπερβολές της κυβερνητικής εξουσίας.
Παρότι ο GDPR διαμόρφωσε το νομικό πλαίσιο για αρκετές αγωγές εναντίον τεχνολογικών κολοσσών, σχετιζόμενες με κακή διαχείριση δεδομένων, οι υποτιθέμενες προστασίες του GDPR μπορούν να αναιρεθούν πλήρως από τη δικαϊκή εξουσία που απονέμεται στις δυνάμεις ασφαλείας και τη Frontex, επιτρέποντας την αυθαίρετη αναστολή αυτών των δικαιωμάτων. Ως μέρος της λογικής του κατάστασης εξαίρεσης, ενός πιο γενικού ορισμού δηλαδή της ασφάλειας και της διακυβέρνησης, η Frontex μπορεί να συλλέξει και να διακινήσει δεδομένα υποκειμένων που θεωρούνται ύποπτα για “διευκόλυνση παράνομης μετανάστευσης, ανθρώπινης διακίνησης (trafficking), ή άλλες εγκληματικές διασυνοριακές δραστηριότητες”. Τα δεδομένα περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται σε, “όνομα(τα) υποκειμένου, επίθετο, φύλο, εθνικότητα/ες, ονόματα γνωστών συνεργών, οργανωμένες εγκληματικές ομάδες, καταγεγραμμένες επιχειρήσεις, διευθύνσεις αφαλών σπιτιών, μέσα επικοινωνίας (αριθμός κινητού, κίνηση στα social media κτλ), μέσα μεταφοράς (καταγραφή οχημάτων, όνομα τις βάρκας κτλ), όπλα, φωτογραφίες, αξιόποινες και μη πράξεις, υπηκοότητα, σεξουαλικό προσανατολισμό” (69). Όπως διερευνήθηκε στο πρώτο τμήμα του κειμένου, η οριακότητα μεταξύ των εννοιών του πρόσφυγα/αιτούντος ασύλου/μετανάστη και διακινητή/τρομοκράτη/εγκληματία επιτρέπει αποτελεσματικά την εφαρμογή τέτοιων εξαιρέσεων σε όλους/ες τους/τις μετανάστ(ρι)ες, αναιρώντας πλήρως την προστασία τους από τα κυβερνητικά προγράμματα διαμοιρασμού δεδομένων της Frontex. Με άλλα λόγια, η κρίση του φιλελευθερισμού αναδύεται ως συμπλήρωμα στην πραγμάτωση πιο εντατικών ελέγχων στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Υπό το φως όλων των παραπάνω, οι μετανάστ(ρι)ες πλέον αναλαμβάνουν συνειδητά την ευθύνη της μετακίνησής τους, εν γνώσει της πιθανής υπολογιστικής τυποποίησής τους στα σύνορα αλλά και μέσα στην ΕΕ. Ενώ, στις πανοπτικές δομές των πειθαρχικών κοινωνιών, τα σώματα διατρέχονταν από τη διαρκή ανησυχία της επιτήρησης του δυνητικού φύλακα, εξαναγκαζόμενα έτσι να εσωτερικεύσουν το βλέμμα της εξουσίας και να αναπτύξουν δομές αυτοπειθάρχησης, τα σημερινά σώματα διατρέχονται όλο και πιο πολύ από την πιθανότητα να καταστούν αντικείμενα υπολογισμού, εξαναγκαζόμενα έτσι να εσωτερικεύσουν τη λογική της αλγοριθμικής αιχμαλώτισης σε ευέλικτες μορφές αυτορρύθμισης και ελέγχου. Μ' αυτήν την έννοια, ο πανοπτικισμός αναβαθμίστηκε με την προσθήκη του πανυπολογισμού (pancomputation), μέσα στον οποίον η ζωή βιώνεται πια μόνο σε σχέση με τον πιθανό υπολογισμό της (computation) (70). Σ' αυτό το πλαίσιο, η ενδεχομενικότητα του υπολογισμού είναι τουλάχιστον διττή: Ταυτόχρονα εκφράζεται ως ενδεχόμενο ότι κάτι θα γίνει αντικείμενο υπολογισμού εντός των κυβερνητικών συστημάτων αλλά και ως το σύνολο των τρόπων που το ενδεχόμενο αυτό καθ’ αυτό γίνεται επίσης αντικείμενο υπολογισμού της κυβερνητικής ανάλυσης κινδύνου. Υπό την πρώτη έννοια, οι δράσεις, οι πρακτικές, οι χειρονομίες, οι συμπεριφορές και οι σχέσεις πραγματώνονται σε συνάρτηση με τον πιθανό τους υπολογισμό, ή αλλιώς, τους τρόπους που μπορεί να υποβληθούν σε αλγοριθμικούς εξονυχιστικούς ελέγχους και ανάλυση από επιχειρήσεις, κράτη και άλλους δρώντες. Επομένως, οι μετανάστες καταλήγουν να κινούνται πάντα σε συνάρτηση με και εν γνώσει της πιθανής καταγραφής και ανάλυσης αυτής της κίνησης από τα κυβερνητικά συστήματα.
Υπό τη δεύτερη έννοια, η μετακίνηση των μεταναστ(ρι)ών διαμορφώνεται εκ των προτέρων από την προσδοκία ότι οι μετακινήσεις αυτές έχουν ήδη προβλεφθεί αποτελεσματικά από μηχανές βασισμένες σε προηγούμενη συλλογή δεδομένων και υπολογιστική ανάλυσή τους. Ως συνέπεια της συζευκτικής αυτής λειτουργίας, οι μετανάστες πάντα μετακινούνται αυτόνομα σε αντίθεση με τον έλεγχο της μετανάστευσης, υιοθετώντας μια μορφή ανάληψης κινδύνου που συνειδητά σαμποτάρει και αντιτίθεται στις υπολογιστικές αναλύσεις και προβλέψεις της Frontex. Τεχνικά αξεδιάλυτες μεταξύ τους, η εξουσία και η αντίσταση τυπικά διαμορφώνουν η μία την άλλη σε μια καταρρακτώδη αλληλουχία μέτρων ελέγχου, από τη μια, και γραμμών διαφυγής, από την άλλη. Με άλλα λόγια, η αυτονομία της μετακίνησης εκφράζεται ως μια αλληλουχία υποκειμενικών στοιχημάτων, τα οποία μέσα από το να ρισκάρουν τα πάντα, επιβεβαιώνουν ξανά ότι η αυτονομία αυτή είναι ανεξάληπτη όσο και αν προσπαθούν οι αλγόριθμοι της Frontex.
Ως απάντηση σε όλες τις απόπειρες κυβερνητικού ελέγχου της σύγχρονης μετανάστευσης, οι μετανάστ(ρι)ες έχουν υιοθετήσει στρατηγικές δημιουργίας ζωνών αδιαφάνειας και συμμετέχουν στο συλλογικό αγώνα ενάντια στην λεία επικοινωνία. Αναδυόμενες ως αυτό που ο Ντελέζ αποκάλεσε "κενοτόπια μη-επικοινωνίας", οι κοινότητες μεταναστών υιοθετούν μια σειρά από πρακτικές και από σχέσεις που ιδρύουν χώρους εναντίωσης στα κυκλώματα και τους μηχανισμούς της κυβερνητικής εξουσίας και που, πολλές φορές, λειτουργούν ως υπόστρωμα εξεγέρσεων (71). Η πρώτη και κυριότερη από αυτές τις στρατηγικές, είναι η χρήση τεχνολογιών κρυπτογραφημένης επικοινωνίας που επιτρέπει τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφορίας, με τρόπο αποτελεσματικά αδιαφανή ως προς τα κυβερνητικά συστήματα. Τα smartphones χρησιμοποιούνται για να δημιουργήσουν ασφαλή κανάλια επικοινωνίας με τους διακινητές, διευκολύνοντας την μετανάστευση προς την ΕΕ· μια σχέση που συχνά εμπεριέχει κάποιο βαθμό εκμετάλλευσης αλλά κάποιες φορές λειτουργεί σωτήρια για τους ίδιους τους μετανάστες. Μεταξύ διάφορων ομαδικών συνομιλιών κυκλοφορούν σχηματικοί χάρτες μεταναστευτικών μονοπατιών προς την ΕΕ, οι οποίοι απεικονίζουν διαγραμματικά τα περίπλοκα βήματα και τις φάσεις περάσματος πολλών διαφορετικών συνόρων (και την αποφυγή πολλών διαφορετικών δυνάμεων κα αρχιτεκτονικών ασφαλείας). Εφόσον οι μετανάστ(ρι)ες φτάσουν στην ΕΕ, τα κρυπτογραφημένα αυτά κανάλια επικοινωνίας παρέχουν ένα μέσο σύνδεσης με άλλους μετανάστες, και εγκαθιδρύουν νέες μεταναστευτικές κοινότητες, ώστε να μην εκτεθούν στον εξονυχιστικό έλεγχο και τη βία των εθνικών αρχών. Η ευρεία χρήση της κρυπτογράφησης από τους μετανάστες είναι μια ασύμμετρη απάντηση στους “black box”11 αλγορίθμους της τεχνικής νοημοσύνης και του machine learning, αλλά και τρόπος διαφυγής του έλεγχου τους και της υπολογιστικής τους ανάλυσης.
Πέρα από την κρυπτογράφηση των επικοινωνιών τους, οι μετανάστες επίσης εμπλέκονται στην καταστροφή ή/και πλαστογράφηση ταυτοποιητικών εγγράφων με σκοπό είτε να αρνηθούν τη “διαύγεια, τη διαφάνεια, που είναι ο πρωταρχικός στιγματισμός της αυτοκρατορικής εξουσίας στα σώματα”, είτε να αυξήσουν την “μόλυνση” στον “μοναδικό κώδικα που μεταφράζει τέλεια όλα τα νοήματα”. Η Frontex οργανώνει την εξουδετέρωση αυτών των πρακτικών για τις οποίες ισχυρίζεται ότι “μπορούν τελικά να υποσκάψουν την εσωτερική συνοχή της”, επιστρατεύοντας ειδικούς, σχετικούς με τα έγγραφα ταυτοποίησης, στα σύνορα της Ε.Ε. ώστε να “αντιμετωπιστεί το φαινόμενο ολοκληρωμένα από την αστυνομία, τη συνοριοφυλακή και τους ειδικούς ταυτοποίησης εγγράφων” (72). Σε έρευνα που διεξήχθη από το -χρηματοδοτούμενο από την Ε.Ε.- Δίκτυο Ευρωπαϊκής Μετανάστευσης, (European Migration Network), τα κράτη-μέλη ερωτήθηκαν αν “υπάρχουν καλές πρακτικές ή προκλήσεις σχετικά με τον εντοπισμό πλαστών εγγράφων” (73). Ως απάντηση, το Λουξεμβούργο ανέφερε πως “η κύρια πρόκληση είναι ο όγκος αμφιλεγόμενων εγγράφων που συσσωρεύουν τεράστιες εκκρεμότητες δεδομένου ότι δεν υπάρχει επαρκές προσωπικό στην ειδική αστυνομική μονάδα για να τα ελέγξει όλα”. Το Βέλγιο απάντησε ότι είχε πρόβλημα στην επεξεργασία “αιτήσεων με πλαστά ή παραποιημένα πιστοποιητικά γέννησης που αποτελούν βάση απόκτησης άλλων (αυθεντικών) εγγράφων. Προφανώς, αυτού του τύπου οι παραποιήσεις είναι πολύ πιο δύσκολο να εντοπιστούν”, ενώ η Εσθονία απλώς δήλωσε ότι «δεν υπάρχουν ενδεδειγμένες πρακτικές”. Οι υπερφορτώσεις των συστημάτων επικοινωνίας με το θόρυβο των πλαστών αιτήσεων καθώς και την υιοθέτηση πολλαπλών ταυτοτήτων, που υποσκάπτουν την διαδικασία της κωδικοποιημένης μετάφρασης και καθίστανται δυνατές μέσω της καταστροφής και της πλαστογράφησης, είναι στρατηγικές που, για την ώρα, εφαρμόζονται από τους μετανάστες για να υπονομεύσουν τη λογική του ελέγχου και της κυβερνητικής εξουσίας.
Επιπρόσθετα, οι μετανάστες συμμετείχαν στην παραγωγή αδιαφανών χώρων, στο περιθώριο της Ε.Ε., που διευκόλυναν τη διέλευσή τους από τα ευρωπαϊκά σύνορα. Στη βόρεια ακτή του Μαρόκο, κοντά στους ισπανικούς θύλακες της Ceuta και Melilla12, μετανάστ(ρι)ες απ’ όλη την Αφρική ίδρυσαν ανεπίσημες κοινότητες στα δάση, όπου μπορούν να αποφύγουν την καταστολή των -χρηματοδοτούμενων από τις ισπανικές αρχές- μαροκινών δυνάμεων ασφαλείας αλλά και να κάνουν τις κατάλληλες προετοιμασίες για να επιχειρήσουν τη διέλευση από τις πολλαπλές στρώσεις ενισχυμένων φραγμάτων που υψώνονται μεταξύ των δύο περιοχών (74). Αυτοί οι χώροι καθιστούν, επίσης, δυνατή για τους μετανάστες την ανταλλαγή πληροφοριών και τακτικών διαφυγής από τους διαρκώς μεταβαλλόμενους ελέγχους της Ε.Ε., λειτουργώντας ως τόποι ανθεκτικής παραγωγής και κυκλοφορίας γνώσης, όπου η συλλογικά παραγόμενη και διατηρημένη μνήμη της κίνησης μπορεί να διατηρείται παρά τη διαρκή εναλλαγή των κοινοτήτων των μεταναστ(ρι)ών μέσα κι έξω από την περιοχή (75). Αυτή η χωρική εναλλακτική στις ζώνες ελέγχου που στήνονται από τη Frontex. επιτρέπει στις πρακτικές των ατόμων να προστεθούν και να συμβάλλουν, όχι μόνο στις συγκεκριμένες δράσεις της μετανάστευσης, αλλά και στο ευρύτερο ιστορικό κίνημα των μεταναστ(ρι)ών που στρέφεται ενάντια στην άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας. Είναι μια μορφή επικοινωνία που δεν αιχμαλωτίζεται από ούτε ανάγεται στις επικοινωνιακές δομές του ελέγχου.
Ακόμα μια προσέγγιση περιλαμβάνει την οργάνωση ενάντια στις υλικές υποδομές τις κυβερνητικής. Ως απάντηση στο σχέδιο της Google να χτίσει ένα νέο campus στην περιοχή Kreuzberg του Βερολίνου, μια γειτονιά με πλούσια αντιφασιστική και αντικαπιταλιστική ιστορία, ένα δίκτυο ανθρώπων που -όχι και τόσο διακριτικά- ονομάστηκε “Fuck off Google” οργανώθηκε ενάντια στο πλάνο αυτό και ξεκίνησε μια σειρά από δράσεις αντιτιθέμενες στην κατασκευή του: δυναμικές πορείες, συνελεύσεις γειτονιάς, και άλλες δράσεις (76). Καταδεικνύοντας τη συμμετοχή της Google στη μαζική παρακολούθηση και τη συνεργασία της με αυταρχικά κράτη, ανάμεσα σε άλλες ενστάσεις, το δίκτυο “Fuck off Google” υποστηρίζει την αποκέντρωση της επικοινωνίας ως μέσο αντιμετώπισης της κυβερνητικής οργάνωσης της εξουσίας. Λίγο μετά την κατάληψη του εργοταξίου της από ακτιβιστ(ρι)ες, η Google παραιτήθηκε επίσημα από το σχέδιο να χτίσει στη γειτονιά (76). Παρ’ ότι συμβολική νίκη, δεδομένης της πλανητικής κλίμακας των υποδομών δεδομένων της Google, αυτή η αντίθεση στις υποδομές των κοινωνιών του ελέγχου πρέπει να μελετηθεί ως μοντέλο για μελλοντικές προσεγγίσεις.
Πολύ πρόσφατα, μια νέα εξέγερση μεταναστών έχει αρχίσει να αναδύεται, ως παρακλάδι και εξέλιξη του κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων, που εκτυλίσσεται, όσο γράφονται αυτές οι γραμμές, εδώ και μήνες με αποκλεισμούς οδικών δικτύων, πορείες διαμαρτυρίας και ταραχές σε ολόκληρη τη Γαλλία (78). Υπό την ονομασία “Μαύρα Γιλέκα”, ένα δίκτυό εκατοντάδων ατόμων οργανωμένων μέσα από δεκάδες κέντρα μεταναστών στη Γαλλία διεξήγαγαν σειρές δράσεων σημαδεύοντας τις αρχιτεκτονικές και τις υποδομές του συστήματος επιτήρησης, κράτησης και απέλασής τους. Το Μάιο του 2019, κατέλαβαν έναν από τους τερματικούς σταθμούς του αεροδρομίου Charles de Gaulle στην άκρη του Παρισιού, ενάντια στη συνεργασία της Air France με το γαλλικό κράτος για την απέλαση μεταναστών. Σε μία δήλωσή τους κατά τη διάρκεια της κατάληψης, τα "Μαύρα Γιλέκα" ισχυρίστηκαν πως: “Είμαστε η ελευθερία της μετακίνησης”, συνεχίζοντας ισχυριζόμενοι πως το αεροδρόμιο που είχαν καταλάβει ήταν “πάνω απ’ όλα, ένα σύνορο. Ένα σύνορο χωρίς τείχη ή συρματόπλεγμα. Ωστόσο, στιγματίζει κάποια σώματα [...]. Αυτοί για τους οποίους η μετανάστευση προκύπτει ως εύκολη επιλογή είναι μια μειοψηφία με καταγωγή από τον αστικό ή/και τους λευκούς κόσμους. Τον κόσμο που αποικίζει και διεξάγει πολέμους. Η είσοδος στο φρούριό του είναι το αεροδρόμιο. Φυλάσσεται καλά από στρατό, αστυνομία και κάμερες [...]. Τούτο το μέρος ενσαρκώνει το ρατσισμό σε πλανητική κλίμακα” (79). Η κατάληψη διήρκεσε μόνο για λίγες ώρες προτού τα “Μαύρα Γιλέκα” φύγουν οικειοθελώς, ωστόσο αυτή η δράση πρέπει να ερμηνευθεί ως μια πειραματική διατάραξη των πλανητικών logistics της εκδίωξης των μεταναστ(ρι)ών. Το αεροδρόμιο, εν τέλει, δεν είναι μόνο ένα σύμπλεγμα πολλών διαφορετικών εκφράσεων και δραστηριοτήτων της εξουσίας, αλλά και ένα από τα κομβικά εργαστήρια για την ανάπτυξη του κυβερνητικού ελέγχου. Η κατάληψη ενός τερματικού σταθμού του είναι πρότυπο συλλογικής εξάσκησης εξέγερσης, ικανής να διαταράξει τα logistics της κυβερνητικής εξουσίας. Ακριβώς όπως οι βιομηχανικοί εργάτες θεωρήθηκαν δυνητικά ικανοί να ακυρώσουν το βιομηχανικό καπιταλιστικό σύστημα που τους παρήγαγε ως προλετάριους, έτσι και οι μετανάστ(ρι)ες πρέπει να θεωρηθούν δυνητικά ικανοί/ες να αναιρέσουν την κυβερνητική εξουσία, που τους/τις καθιστά παράνομους/ες, και ως εκ τούτου αναλώσιμα / φυλακίσιμα / απελάσιμα υποκείμενα. Πώς θα μπορούσαν να μοιάζουν οι συλλογικές εξεγέρσεις ενάντια στις υπόλοιπες αρχιτεκτονικές και υποδομές της κυβερνητικής;
Το παρόν ορίζεται από την επιταχυνόμενη εφαρμογή και εντατικοποίηση της κυβερνητικής, στο πλαίσιο των οποίων ο έλεγχος και η κρίση εκφράζονται συζευκτικά ως μια επεκτεινόμενη μορφή εξουσίας. Καθώς τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας καταρρέουν υπό το βάρος της λιτότητας, πειραματικά προγράμματα κυβερνητικής χρηματοδοτούνται κατά συρροή από κράτη και επενδυτικούς κολοσσούς. Ακόμη και η πιο δυστοπική επιστημονική φαντασία δυσκολεύεται πλέον να ακολουθήσει τις τελευταίες εξελίξεις στις καινοτομίες και τα τεχνικά επιτεύγματα των κοινωνιών του ελέγχου. Αλλά η εξουσία δεν είναι αδιαπέραστη ούτε ανίκητη και πάντα προσπαθεί να συγκρατήσει εντός της τις δυνάμεις που προσανατολίζονται στην τελική κατάργησή της. Όσο ο έλεγχος παραμορφώνεται συνεχώς τόσο ώστε να μην σπάσει, παραμένοντας ατελείωτα εύκαμπτος και προσαρμοστικός απέναντι σε κάθε αντίσταση που αναδύεται, το να τελειώνουμε με αυτόν συνεπάγεται κάτι περισσότερο από το να του προκαλούμε φθορά. Σημαίνει να τον διαλύσουμε, μια και καλή. Δομημένα ως ολότητες, ο έλεγχος και η κρίση, σε τελική ανάλυση, δεν δίνουν άλλη διέξοδο από την πλήρη εμμενή άρνησή τους, η εξέλιξη της οποίας έχει ήδη ξεκινήσει, ανεπαίσθητα μεν, με αποτελέσματα όμως που δεν μπορούμε να φανταστούμε. Υπό αυτή την έννοια, το νόημα όλης της παραπάνω ανάλυσης και κριτικής δεν είναι αυτό των προτάσεων για μεταρρύθμιση της κοινωνίας μας, αλλά αυτό της διαρκώς ανανεούμενης δυνατότητας της καταστροφής της. Το παρόν -είναι αδιαμφισβήτητο αυτό- δεν απαιτεί τίποτα λιγότερο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
50 Για τη θεωρητικοποίηση της απελευθερωτικής (σε αντίθεση με την καταπιεστικη) δυνατότητα της συμποίησης, βλέπε Tentacular Thinking και Staying with the Trouble (Donna Haraway)
51 Χρησιμοποίησα τη λέξη “κρίση” χωρίς συγκεκριμένο προσδιορισμό γιατί ενδιαφέρομαι περισσότερο σχετικά με το πως λειτουργεί η κρίση παρά με το κρίση συνιστά. Παρότι σίγουρα υπάρχει η ανάγκη για κριτική της οντολογίας, της παραδικότητας και της συλλογιστικής δομής της κρίσης, εδώ θα επικεντρωθώ στο πως η κρίση δρα ως μια δύναμη εξουσίας.
52 Η συγκεκριμένη δήλωση της Frontex έχει μυστηριωδώς εξαφανιστεί από την ιστοσελίδα της, αλλά παρ’ όλα αυτά η σελίδα είναι ακόμη προσβασίμη:
53 Sigona, “Seeing double?”
54 Το “Frontex” δεν είναι το νόμιμο όνομα του οργανισμού αλλά χρησιμοποιείται ευρέως ως στενογραφία, που αναδύεται από την συνένωση των λέξεων frontières extérieures.
55 European Union, “Proposals.”
56 “Η Frontex εγκαινιάζει το πρώτο θύλακα ανάλυσης κινδύνου στη Νιγηρία”
57 Harney and Moten, The Undercommons.
58 Mbembe, “Necropolitics.”
59 “Smart lie-detection system.”
60 Για περισσότερα σχετικά με την αναγνώριση συναισθήματος βλέπε “AINowReport 2018”
61 Haraway, “A Cyborg Manifesto”, 172 (60).
62 Όπως γράφει ο ανθρωπολόγος Jules Henry το 1955 σε μια κριτική της θεωρίας της φυσιολογικής ομοιόστασης του Walter B. Cannon, η οποία θα γινόταν η μεγαλύτερη συλλογιστική και εννοιολογική στήριξη για τις μέλλουσες κυβερνητικές θεωρίας της ανατροφοδότησης και του ελέγχου, “Η θεωρία μπορεί επίσης να λειτουργήσει ως ένας συμπορευτής του ιμπεριαλισμού-δηλαδή, αν θες να αντέξεις στην αυτοκρατορία σου, κράτησέ την εκτός ισορροπίας με τέτοιο τρόπο ώστε μόνο η μητρόπολη να μπορεί να τη διατηρήσει σε μια σταθερή κατάσταση. Όταν τα απόμακρα κτήματα μπορούν να αυτο-ρυθμιστούν, θα θέλουν την ελευθερία τους την οποία η αυτο-ρύθμιση μπορεί πλέον να τους προσφέρει”
63 Haraway, “A Cyborg Manifesto”, 172 (71).
64 Haraway, “A Cyborg Manifesto”, 151 (10).
65 Tiqqun, “The CyberneticHypothesis.”
66 Tiqqun, “The CyberneticHypothesis.”
67 Tiqqun, “The CyberneticHypothesis.”
68 Human Rights Watch, “The EU General Data Protection Regulation.”
69 Wiewiórowski, “Opinion on a notification”. 1–2.
70 Παρότι το “Pancomputation” (πανυπολογισμός) είναι γλωσσικά αντιφατικό, αναμειγνύοντας το ελληνικό πρόθεμα “παν” και το λατινικό “computare”, διάλεξα επίτηδες αυτή την υβριδοποίηση με σκοπό να μεγιστοποίησω τόσο τους εννοιολογισμούς δεσμούς με τον πανοπτικισμό (“ panopticism”) όσο και την ευκολία της ανάγνωσης από αγγλόφωνο κοινό, καθώς η αρχαιοελληνική λέξη για το “compute” (λόγος) έχει ευρύτερο νόημα.
71 Deleuze and Negri, “Gilles Deleuze in conversation with Antonio Negri.”
72 Europol, “Experts meet to tackle document fraud.”
73 European Migration Network, “Ad-Hoc Query on Impact of false / forged documents.”
74 Για περισσότερα, βλέπε Alami, “Morocco Unleashes aHarsh Crackdown.”
75 Για μια καλλιτεχνική εξερεύνηση αυτών των κοινοτήτων βλέπε τη δουλειά του Abdessamad El Montassi και το συνοδό κείμενο The Adouaba Project που συνέγραψε με την Krista Lynes
76 Βλέπε www.fuckoffgoogle.de/ Αξίζει επίσης μια ματιά το κεφάλαιο “Fuck off,Google” του βιβλίου To Our Friends της Αόρατης Επιτροπής
78 Η πολιτική φυσιογνωμία των Κίτρινων Γιλέκων είναι ετερογενής και αντιφατική, συμπεριαμβάνοντας ακροδεξιούς εθνικιστές διαδηλωτές και αντιφασίστες, αναρχικούς, κομμουνιστές, φιλελεύθερους, διαδηλωτές για τα περιβαλλοντικά ζητήματα και άλλους. Για μια ενδιαφέερουσα ανάλυση της εξέγερσης βλέπε “A Vest That Fits All.” (Zoubir)
79 Βλέπε La Chapelle Debout, Twitter post, May 19, 2019, 5:09 a.m
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ
9 Σ.τ.μ.: *κρίση προς έλεγχο: μια κρίση που κατέστησε αναγκαίο τον έλεγχο
10 Σ.τ.μ.: *sympoietically (από κοινού και σε σχέση): Ο όρος Sympoiesis / συμποίηση είναι προς αντικατάσταση του όρου autopoiesis / αυτοποίηση που εισήγαγαν οι Varela, Maturana. Την αντικατάσταση εισήγαγε η Haraway διαφωνώντας με την υπόθεση ότι κάποιο σύστημα μπορεί να παράγει αμιγώς τον εαυτό του. Ωστόσο, ο όρος αναφέρεται στην ικανότητα ενός συστήματος να αναπαράγει και να διατηρεί τον εαυτό του, εντός ενός ευρύτερου συστήματος. Την έννοια της αυτοποίησης την υιοθέτησε και ο Guattari μετά την επαφή του με τους βιολόγους Varela και Maturana. Η Haraway, πάντως, χρησιμοποιεί τον όρο Sympoiesis ως μια απλή λέξη, που σημαίνει “δημιουργώντας μαζί”. Τίποτα δε δημιουργεί τον εαυτό του, τίποτα δεν είναι πραγματικά αυτοποιητικό ή αυτο-οργανωμένο... Η συμποίηση είναι μια λέξη για τα πολύπλοκα, δυναμικά, με γρήγορη απόκριση, χωροθετημένα, ιστορικά συστήματα. Μια λέξη για τη δημιουργία κόσμων μαζί, σε συνεργασία. Η συμποίηση περιέχει και παραγωγικά ξεδιπλώνει την αυτοποίηση. (Staying with the Trouble, Donna Haraway)
11 Σ.τ.μ.: Εδώ, ο συγγραφέας αναφέρεται στη λειτουργία των «μαύρων κουτιών», που είναι γνωστά για τη χρήση τους ως μέσων πληροφορίας σε αεροπορικά ατυχήματα, αλλά στην καθομιλουμένη υπονοούν τη μυστικοποίηση των μηχανισμών κατανόησης της πραγματικότητας, από την εξουσία που κατέχει το μονοπώλιο της χρήσης τους
12 Σ.τ.μ.: Η Θέουτα και η Μελίγια είναι αυτόνομες ισπανικές πόλεις-θύλακες στις μαροκινές ακτές, σε μια περίπλοκη (συνοριακά) περιοχή, η οποία περιλαμβάνει και την αγγλική αυτόνομη ζώνη του Γιβραλτάρ στις ισπανικές ακτές, που είναι το πιο κοντινό απευθείας πέρασμα μεταξύ Αφρικής και Ευρώπης. Ως εκ τούτου, τόσο οι δύο αυτές πόλεις όσο και το σύνολο αυτής της περιοχής έχουν υπάρξει ιστορικά, και εξακολουθούν να είναι, ένας από τους βασικούς κόμβους των μεταναστευτικών ροών στη μεσογειακή ζώνη και πεδίο δράσης των υπηρεσιών συνοριακής ασφάλειας και άμυνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.